θέλετε ἴδει, ὅτι μὲ μίαν φωνὴν θέλει ἀναστηθῆ, διὰ νὰ πιστεύσητε, ὅτι ἐγὼ θέλω ἀναστήσει καὶ τὸν ἑαυτόν μου ὅτι θέλω ἀναστήσει τοὺς ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένους· ὅτι τὴν ἰδικήν μου φωνὴν μέλλει νὰ ἀκούσωσιν οἱ νεκροὶ καὶ νὰ ἐγερθοῦν ἀπὸ τοὺς τάφους των. Διὰ σᾶς χαίρω, μαθηταί μου, διότι θέλετε ἴδει, ὅτι δὲν θέλει δυνηθῆ ὁ τάφος νὰ κρατήσῃ τὸν Λάζαρον· θέλετε ἴδει, ὅτι δὲν δύναται ὁ θάνατος νὰ ἐναντιωθῇ εἰς τὸ πρόσταγμά μου· χαίρω διὰ σᾶς, διὰ νὰ πιστεύσητε, ὅτι δὲν ἤμουν ἐκεῖ καὶ ὅμως ἐγνώρισα, ὅτι ἀπέθανε».
Διατί ὅμως λέγει ὁ Χριστός, ὅτι δὲν ἦτο εκεῖ; Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπερίγραπτος, δὲν ὑπάρχει τόπος εἰς τὸν ὁποῖον νὰ μὴ εἶναι παρών. Εἰς ὅλον τὸν κόσμον εἶναι καὶ εἰς τὸν κόσμον δὲν εἶναι, εἰς πάντα τόπον εἶναι καὶ εἰς κανένα δὲν εἶναι· τόπος δὲν εἶναι, ὅστις νὰ μὴν τὸν ἔχῃ· ὅπου τὸν ζητήσῃς, ἐκεῖ εἶναι· ὅπου τὸν θέλεις, ἐκεῖ τὸν εὑρίσκεις. Εἰς ὅλον τὸν οὐρανόν, εἰς ὅλην τὴν γῆν, εἰς ὅλην τὴν θάλασσαν, εἰς ὅλα τὰ κτίσματά του, εἰς πόλεις καὶ εἰς χώρας καὶ ὅπου καὶ ἂν τὸν ζητήσῃς. Πῶς λοιπὸν λέγει, ὅτι δὲν ἤμουν ἐκεῖ; Λέγει τοῦτο, διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦτο διπλοῦς μετὰ τὴν σάρκωσιν, ἤτοι εἶχε δύο φύσεις· ἦτο τέλειος Θεός, ἦτο καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Καὶ τοῦ μὲν Θεοῦ ἰδίωμα εἶναι τὸ νὰ εὑρίσκεται εἰς πάντα τόπον, τοῦ δὲ ἀνθρώπου εἰς ἕνα καὶ μόνον. Ὁ Χριστὸς λοιπόν, καθὸ μὲν Θεός, ἦτο εἰς πάντα τόπον, ἑπομένως καὶ εἰς τὴν Βηθανίαν ἦτο καὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Λαζάρου· καθὸ δὲ ἄνθρωπος δὲν ἦτο ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καθὼς προεῖπον. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔλεγεν, ὅτι δὲν ἤμην ἐκεῖ· «Καὶ χαίρω δι’ ἡμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ» (ἐνθ’ ἀνωτ.). Ἡ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τούτου θέλει προσοχήν, διότι ἐὰν σταματήσῃς εἰς τὸ «ἐκεῖ» σημαίνει, ὅτι χαίρω διὰ σᾶς μαθηταί μου, διὰ νὰ πιστεύσητε, ὅτι δὲν ἤμουν ἐκεῖ. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀπαράδεκτον, διότι ἐφ’ ὅσον ἦτο μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του, βεβαίως ἐγνώριζον ἐκεῖνοι, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦτο εἰς Βηθανίαν. Ὅθεν δὲν ὑπῆρχε περὶ τούτου καμμία ἀμφιβολία· εἶπε δὲ τοῦτο ἑννοῶν, ὅτι ἔχαιρε, διότι βλέποντες οἱ Μαθηταὶ ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν καὶ μακρόθεν ἐγνώρισε τὸν θάνατον τοῦ Λαζάρου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι καὶ διὰ μόνου τοῦ λόγου του θὰ ἤγειρε τοῦτον ἐκ νεκρῶν, θὰ ἐπίστευον, ὅτι Κύριος εἶναι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Τοῦτο δὲ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου, διότι δὲν σταματᾷ εἰς τὸ «ἐκεῖ», ἀλλὰ προβαίνων ὁ λόγος λέγει· «Ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν»· δηλαδὴ ἐλᾶτε νὰ ὑπάγωμεν πρὸς αὐτόν, διὰ νὰ διαπιστώσητε τὴν ἀλήθειαν.