Ἡ Μάρθα ὡς ἤκουσεν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, ἐξῆλθεν ἔξω καὶ τὸν προϋπάντησεν· ἡ δὲ Μαρία, ἡ ἀδελφή της, ἐκάθητο μέσα εἰς τὸν οἶκόν των. Λέγει λοιπὸν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Χριστόν· «Κύριε, ἄν ἤσουν ἑδῶ, δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου· ἀλλὰ καὶ τώρα γνωρίζω, ὅτι ὅσα ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεόν, σοῦ τὰ δίδει ὁ Θεός». Φαίνεται ἡ ὑπόθεσις, ὅτι ἡ Μάρθα ἔτυχε νὰ εἶναι τότε ἔξω καὶ διὰ τοῦτο προϋπήντησε τὸν Χριστὸν ἢ ὅτι εἰς αὐτὴν μόνον εἶπαν, ὅτι ἔρχεται ὁ Κύριος. Διότι ἂν ἔλεγαν καὶ εἰς τὴν Μαρίαν, ἤθελεν ἐξέλθει καὶ αὐτή· ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ ἐγνώριζε, διὰ τοῦτο ἐκάθητο μέσα εἰς τὸν οἶκόν της. Εἶδες ὅμως, ὅτι οἱ λόγοι τῆς Μάρθας εἶναι ἐσφαλμένοι; Διότι λέγει· «Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου». Ὁ Θεὸς ὅπου τὸν ζητήσῃς εἶναι, ὅπου τὸν θελήσῃς, εὑρίσκεται· διατί λοιπὸν ἔλεγεν ἡ Μάρθα, ὅτι ἂν ἤσουν ἐδῶ, Κύριε; Διότι ἀκόμη δὲν ἦτο στερεωμένη ἡ καρδία της πρὸς τὸν Χριστόν· ἀκόμη τόσην πίστιν δὲν εἶχεν, ὅπως ἡ ἀδελφή της ἡ Μαρία, καθὼς λέγει ἀλλοῦ ὁ θεῖος Λουκᾶς ὁ Εὐαγγελιστής· «Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς (ὁ Ἰησοῦς) εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Καὶ τῇ δὲ ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ» (Λουκ. ι’ 38-89). Ἤτοι ὁ Χριστὸς εἶχεν ὑπάγει ποτὲ εἰς τὴν Βηθανίαν καὶ ἡ Μάρθα αὕτη τὸν ἐδέχθη εἰς τὸν οἶκόν της. Εἶχε δὲ αὕτη καὶ ἀδελφήν τινα ὀνόματι Μαρίαν, ἡ ὁποία ἐκάθητο πλησίον εἰς τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου καὶ ἤκουε τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἐδίδασκε. Θέλω λοιπὸν νὰ εἴπω ἐπ’ αὐτοῦ, ὅτι περισσοτέραν πίστιν εἶχεν ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή της, παρὰ ἡ Μάρθα, καθὼς τὸ ὡμολόγησε καὶ ὁ Χριστὸς λέγων· «Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο» (ἐνθ’ ἀνωτ. 42). Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔλεγεν ἡ Μάρθα, ὅτι ἂν ἤσουν ἐδῶ, Κύριε, δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου· ἴσως ὅμως νὰ ἐννοοῦσε καὶ ὅτι πιστεύω, Κύριε, ὅτι, ὡς Θεός, εἶσαι εἰς πάντα τόπον· ἀλλὰ ἂν ἤσουν σωματικῶς ἐδῶ, δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου.
Διατί δὲ πάλιν δὲν λέγει, ὅτι δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μας; Ἀλλὰ λέγει, δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου; Μήπως αὐτῆς μόνον ἦτο ἀδελφός; Δὲν ἦτο καὶ τῆς Μαρίας ἀδελφός; Διατί λοιπὸν λέγει ὁ ἀδελφός μου; Ἐπειδὴ ἡ Μαρία, ἡ ἀδελφή της, δὲν ἦτο κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην μαζί της, διὰ τοῦτο μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν της ὁμιλεῖ, λέγουσα· «Κύριε, ἂν ἤσουν εδῶ, δὲν ἤθελεν ἀποθάνει ὁ ἀδελφός μου. Ἀλλὰ καὶ τώρα γνωρίζω, ὅτι ὅσα ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεόν, σοῦ τὰ δίδει ὁ Θεός».