Τὸ δὲ «πρός», τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις, τὸ λέγομεν οἱ Ἕλληνες πρόθεσιν· διότι προτάσσεται ἄλλης λέξεως. Πρόθεσις ἐπίσης εἶναι καὶ τὸ «εἰς»· ἀναλόγως δὲ τῆς ἰδιότητος τῆς ἑπομένης λέξεως τίθεται ἄλλοτε τὸ πρὸς καὶ ἄλλοτε τὸ εἰς. Ὅταν δηλαδὴ πρόκειται περὶ ἀψύχου τινός, τότε θέτομεν τὸ εἰς, ὅπως λόγου χάριν, ὅταν λέγωμεν πηγαίνω εἰς τὴν οἰκίαν, πηγαίνω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, πηγαίνω εἰς τὴν πόλιν· εἰς αὐτὰ δὲν ἠμποροῦμεννὰ εἴπωμεν, πηγαίνω πρὸς τὴν οἰκίαν, πηγαίνω πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, πηγαίνω πρὸς τὴν πόλιν. Ὅταν δὲ πρόκειται περὶ ἐμψύχου τινός, τότε θέτομεν τὸ «πρός», ὅπως ἐπὶ παραδείγματι πηγαίνω πρὸς τὸν Πέτρον, πηγαίνω πρὸς τὸν ἄνθρωπον, πηγαίνω πρὸς τὸν Χριστόν. Οὕτω καὶ ἐδῶ ὁ Χριστὸς ὡς πρὸς ζῶντα ὡμίλησεν, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀναζωωθῇ. Διὰ τοῦτο εἶπεν· «Ἐλᾶτε νὰ ὑπάγωμεν πρὸς αὐτόν», δηλαδὴ τὸν Λάζαρον. Ἔκτοτε δὲν ἐτόλμησε πλέον κανεὶς νὰ τοῦ εἴπῃ, ὅπως καὶ πρωτύτερα τοῦ ἔλεγαν· «νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;». Δὲν ἐτόλμησαν νὰ τοῦ εἴπωσι τίποτε πλέον, διότι ἤκουσαν ἀπὸ τοῦ στόματός Του, ὅπου φανερὰ τοὺς εἶπε· «Ὁ Λάζαρος ἀπέθανεν». Ἐπανεπαύθησαν λοιπὸν εἰς τοὺς λόγους του καὶ φαίνεται, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν εἶπον μεταξύ των· «Ἀφοῦ οὗτος ἔχει τοσαύτην δύναμιν, ὥστε καὶ τὸν θάνατον τοῦ Λαζάρου ἐγνώρισε, δὲν φοβούμεθα νὰ πάθωμεν κακόν, ὅπου καὶ ἂν ὑπάγωμεν μετ’ αὐτοῦ· ἐφόσον δὲ μάλιστα, ὅπως πιστεύομεν καὶ ὅπως μᾶς εἶπε, μέλλει νὰ ἀναστήσῃ τὸν νεκρόν, πόσῳ μᾶλλον νὰ μὴ φυλάξῃ καὶ ἡμᾶς ἀπὸ κίνδυνον;». Ἀφ ἑτέρου δὲ φαίνεται ὅτι ἐπόνεσαν καὶ αὐτοί, ὅταν ἤκουσαν, ὅτι ἀπέθανεν ὁ Λάζαρος καὶ ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγωσι. Διὰ τοῦτο καὶ μόνον ὁ Θωμᾶς ἀπεκρίθη, καθὼς ὁ θεῖος Εὐαγγελιστὴς λέγει.
«Εἶπεν οὖν Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (αὐτ. 16).
Δίδυμος ἐλέγετο ὁ Θωμᾶς ἢ διότι εἶχε τὰ δύο δάκτυλα ἡνωμένα ἢ διότι ἦτο δίδυμος μὲ ἄλλον ἀδελφόν, ἢ διότι τὸ ὄνομα Θωμᾶς, Ἑλληνιστὶ δίδυμος ἑρμηνεύεται. Φαίνεται δὲ θαυμαστὸς ὁ λόγος τοῦ Θωμᾶ, διότι ὁ Θωμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἐφαίνετο δειλός· πῶς λοιπὸν τώρα αὐτὸς μόνος ἀπὸ ὅλους λέγει· «Ἐλᾶτε νὰ ὑπάγωμεν, νὰ ἀποθάνωμεν καὶ ἡμεῖς μὲ αὐτόν;». Καὶ ἂν θέλῃς, Θωμᾶ, νὰ ἀποθάνῃς μετὰ τοῦ Χριστοῦ, διατί ἔφυγες, ὅτε τὸν ἐπρόδωσαν; Ποῦ ἤσουν τότε νὰ ἀποθάνῃς μὲ τὸν Χριστόν;