Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Κυριακῇ δευτέρᾳ τῶν Νηστειῶν, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ τοῦ Θαυματουργοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ Παλαμᾶ, διαπρέψαντος ἐν ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ ͵ατμ’ (1340).

Καθ’ ὃν δὲ χρόνον ἐχαίρετο σφόδρα διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ἤρεσε πολὺ τὸ νὰ βλέπῃ καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν τοιαύτην εὐωδίαν, τοῦ ἐφάνη, ὅτι ἄνθρωπός τις ἀξιωματικός, γεμᾶτος φῶς, ἐστάθη ἔξαφνα ἔμπροσθέν του καὶ τοῦ εἶπε· «Διατί, Γρηγόριε, δὲν μεταδίδεις καὶ εἰς ἄλλους ἀπὸ τὸ θαυμάσιον τοῦτο ποτόν, τὸ ὁποῖον ἀναβλύζει τοιουτοτρόπως πλουσιοπάροχα, ἀλλὰ τὸ ἀφήνεις καὶ χύνεται οὕτω ματαίως; Δὲν γνωρίζεις ὅτι τοῦτο εἶναι δῶρον Θεοῦ καὶ δὲν θέλει παύσει ποτὲ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀναβλύζῃ;».

Τότε τοῦ ἐφάνη, ὅτι ἀπεκρίθη πρὸς αὐτὸν ὁ θεῖος Γρηγόριος, ὅτι εἶναι ἀδύνατος εἰς τὸ νὰ μεταδίδῃ τοιοῦτον ποτὸν καὶ ὅτι κατὰ τὸ παρὸν δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, οἵτινες χρειάζονται τὸ ποτὸν αὐτό. Ἐκεῖνος δὲ τοῦ εἶπε καὶ πάλιν· «Ἂν καὶ κατὰ τὸ παρὸν δὲν ὑπάρχουν οἱ ζητοῦντες αὐτὸ μὲ πόθον, ὅμως σὺ πρέπει νὰ κάμνῃς τὸ καθῆκον σου, καὶ νὰ μὴ ἀμελῇς ἀπὸ τοῦ νὰ τὸ μεταδίδῃς· τὴν δὲ ἀναζήτησιν τῆς καρποφορίας ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸ δέχονται, πρέπει νὰ τὴν ἀφήνῃς εἰς τὸν Δεσπότην». Ἔπειτα ὁ λαμπρὸς ἐκεῖνος ἀξιωματικὸς ἐφάνη, ὅτι ἀνεχώρησεν. Ἀποτινάξας τότε ὁ Ἅγιος τὸν λεπτὸν ἐκεῖνον ὕπνον, ἐκάθητο ἐκεῖ ὥρας πολλάς, ὅλος περιλαμπόμενος ἀπὸ θεῖον φῶς. Ἐφανέρωνε δὲ ἡ μεταβολή, ἡ ὁποία ἔγινεν ἀπὸ γάλα εἰς οἶνον, ὅτι ἀπὸ τὴν ἠθικὴν καὶ ἁπλουστέραν διδασκαλίαν, ἔμελλε νὰ διέλθῃ εἰς τὸν λόγον τὸν δογματικὸν καὶ οὐράνιον.

Ὅθεν πειθόμενος εἰς τὰς θείας ὀπτασίας ὁ θεόσοφος Γρηγόριος καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα τὸ ἐνοικοῦν εἰς αὐτόν, ὁμοῦ μὲ τὸν διὰ τοῦ στόματος λόγον ἤρχισε νὰ συνθέτῃ καὶ νὰ λογογράφῃ μὲ τὸν κάλαμον πάμπολλα καὶ θαυμάσια. Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν ἦτο δίκαιον ὁ τόσον μέγας εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τοὺς λόγους νὰ παραμένῃ κεκρυμμένος εἰς γωνίαν τινά, τί γίνεται; Ψηφίζεται Ἡγούμενος ἀπὸ τοὺς ἐγκρίτους τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἐσφιγμένου, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν διακόσιοι Μοναχοί. Πῶς δὲ καὶ κατὰ τίνα τρόπον ἐκυβέρνα τὸ Μοναστήριον καὶ ὅλην ἐκείνην τὴν ἱερὰν ἀδελφότητα, δὲν εἶναι ἀνάγκη λόγων δι’ ἀπόδειξιν, διότι ἀπὸ τὰ ἔργα ἀποδεικνύεται. Διότι εἰς τὴν Μονὴν αὐτὴν ἦτο Μοναχός τις ἐνάρετος, ὀνόματι Εὐδόκιμος, τὸν ὁποῖον πλανήσας ὁ διάβολος μέ τινας ψευδοφαντασίας, τὸν ἔκαμνε νὰ φαντάζεται τὸν ἑαυτόν του ἀνώτερον εἰς τὴν ἀρετὴν ἀπὸ τὸν θεῖον Γρηγόριον. Ὁ δὲ Ἅγιος, γνωρίζων ὅτι ἐκ διαβολικῆς πλάνης ἐφαντάζετο τὰ τοιαῦτα ὁ Εὐδόκιμος, ποτὲ μὲν μὲ ἱερὰς διδασκαλίας, ποτὲ δὲ μὲ κρυπτὰς προσευχὰς καὶ δάκρυα καὶ πρὸς τούτοις μὲ κοινὰς δεήσεις ὅλων τῶν ἀδελφῶν, ἀπεδίωξεν ἀπὸ αὐτὸν ὅλην τὴν ἐνέργειαν τοῦ δαίμονος καὶ μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν κατέστησε τῇ ἀληθείᾳ Εὐδόκιμον, καθὼς ἦτο καὶ τὸ ὄνομά του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τοῦ Ὁσίου τούτου Γρηγορίου, τοῦ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀσκήσαντος, βλέπε ἐν τόμῳ Δʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τῇ ϛʹ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου.

[2] Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου, γλαφυρωτάτην καὶ διδακτικωτάτην ὁμιλίαν τοῦ Ἁγίου, ἐκφωνηθεῖσαν κατὰ τὴν παροῦσαν Δευτέραν Κυριακὴν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, καταχωρίζομεν ἐνταῦθα μετὰ τὴν βιογραφίαν του.

[3] Ἐπιστρέψας ὁ Βαρλαὰμ εἰς τὴν ἰδίαν αὑτοῦ πατρίδα ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖον τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁποίαν εἶχε δῆθεν ἀσπασθῆ καὶ ἐπανελθὼν εἰς τοὺς Λατίνους ἐγένετο Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἰταλίᾳ Λατινικῆς Ἐπισκοπῆς Ἱέρακος. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἔκτοτε κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνέγραψεν, ὑπὲρ τῆς ὁποίας τοσοῦτον ἄλλοτε δῆθεν ὑπερεμάχει (Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστ. Ἑλλ. Ἔθνους, τόμ. Εʹ (αʹ) σελ. 193).

[4] Στέφανος Δʹ ὁ Δουσὰν (1331-1355). Βλέπε περὶ τούτου ἐκτενὴ ὑποσημείωσιν ἐν τόμῳ Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τῆς ἐν Ἄθῳ Μονῆς τοῦ Χιλανταρίου, τῇ ιγʹ (13ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου.

[5] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἰωάννου Εʹ τοῦ Παλαιολόγου τοῦ βασιλεύσαντος κατὰ τὰ ἔτη 1341-1391. Οὗτος εὑρίσκετο τότε εἰς ἔριδας μετὰ τοῦ πενθεροῦ του βασιλέως Ἰωάννου Ϛʹ τοῦ Κατακουζηνοῦ (1347-1354). Ὑπῆρχε δὲ ἡ ἔρις διότι ἀποθανόντος ἐν ἔτει 1341 τοῦ Ἀνδρονίκου Γʹ τοῦ Παλαιολόγου (1328-1341), ἀνεκηρύχθη βασιλεὺς ὁ ἀνήλικος υἱός του Ἰωάννης Εʹ ἡλικίας τότε ἐννέα μόλις ἐτῶν. Ὁ Ἰωάννης Κατακουζηνός, φίλος στενὸς τοῦ Ἀνδρονίκου Γʹ, ἀνέλαβε τὴν προστασίαν τοὺ ἀνηλίκου βασιλέως, μετ’ ὀλίγον ὅμως ἀνεκηρύχθη βασιλεὺς ὁ ἴδιος, χωρὶς καὶ νὰ ἀποξενώσῃ τῆς βασιλείας τὸν Ἰωάννην Εʹ, μάλιστα τὸν ὑπάνδρευσε μετὰ τῆς θυγατρός του. Συνεπείᾳ τούτου ἠκολούθησαν αἱ προρρηθεῖσαι ἔριδες καὶ διαμάχαι, δι’ ἃς μεγίστη ὑπῆρξεν ἡ εὐθύνη τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου ΙΔʹ τοῦ Καλέκα, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης Εʹ ἀνάξιος ἀπεδείχθη τῆς τε βασιλείας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποδεχθεὶς κατά τινα ἐπίσκεψίν του εἰς τὸν Πάπαν, ἐν ἔτει 1369, τὴν πρὸς ἐκεῖνον ὑποταγήν, τὴν ὁποίαν ὅμως ἀπέτρεψεν ἡ εὐσέβεια τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου καὶ τοῦ λαοῦ. Ὁ Ἰωάννης Ϛʹ ἐβασίλευσε μέχρι τοῦ ἔτους 1354, καθ’ ὃ ἀποχωρήσας τῆς βασιλείας ἐκάρη Μοναχὸς λαβὼν τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ.

[6] Τόμος Ἀγάπης, σελ. 31.