Τότε τοῦ λέγει ὁ Εὐαγγελιστής· «Ἡ Δέσποινα τῶν ἁπάντων διὰ μέσου ἐμοῦ τοῦ δούλου της ὁρίζει νὰ εἶμαι ἐγὼ βοηθός σου». Ἠρώτησε τότε ὁ Γρηγόριος· «Καὶ ποῦ πρόκειται νὰ μὲ βοηθῇ ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου; Εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ἤ εἰς τὴν μέλλουσαν;». Ἀπεκρίθη ὁ Θεολόγος· «Καὶ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν». Ταῦτα εἰπὼν ὁ θεῖος Ἰωάννης καὶ πληρώσας τὴν καρδίαν τοῦ Γρηγορίου ἀρρήτου εὐφροσύνης διὰ τὰς ὑποσχέσεις τῆς Θεοτόκου, ἔγινεν ἄφαντος.
Ἀφοῦ δὲ ὁ θεῖος Γρηγόριος ἔκαμε τρεῖς χρόνους εἰς τὴν ὑπακοήν, ὁ δὲ Γέρων αὐτοῦ ἐλθὼν εἰς γῆρας βαθὺ ἀπῆλθε πρὸς Κύριον, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ὁ Γρηγόριος καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Μεγίστην Λαύραν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἐκεῖ τὸν ἐδεξιώθησαν οἱ Πατέρες μετὰ μεγάλης τιμῆς, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ εἶχον ἀκούσει τὴν φήμην τῆς ἀρετῆς του. Ἔμεινε δὲ ὁ μακάριος Γρηγόριος μετ’ αὐτῶν τρεῖς χρόνους, καὶ ὅλοι ἐθαύμασαν τὴν πολιτείαν καὶ τὴν σοφίαν του. Διότι λαμβάνων ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον νὰ ὑπηρετῇ καὶ αὐτὸς ὁμοῦ μὲ ἄλλους εἰς τὴν κοινὴν τράπεζαν τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ συμψάλλῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους ψάλτας, ἐδεικνύετο εἰς πάντα θαυμάσιος καὶ ὅλους τοὺς ἔβαλλεν εἰς θάμβος καὶ ἔκπληξιν, ἐπειδὴ μὲ τόσην ὑπερβολὴν ἐσπούδαζε νὰ κατορθώνῃ ἐξίσου τὰς ἀρετάς, ὥστε ἡ ψυχή του ἦτο κατοικητήριον ὅλων ὁμοῦ τῶν πνευματικῶν καλῶν, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὅλοι αὐτὸν ἐπρόσεχον. Ἐκυρίευε λοιπὸν ὁ θαυμάσιος ὄχι μόνον τὰ ἄλογα πάθη καὶ τὰς ὀρέξεις, μὲ τὴν ὑπερβολικὴν ἄσκησιν τὴν ὁποίαν ἔκαμνεν, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀνάγκας τῆς φύσεως, καὶ σῶμα φορῶν τρόπον τινὰ ἠγωνίζετο νὰ γίνῃ ἀσώματος· τὸν δὲ ὕπνον τόσον πολὺ τὸν ἐνίκησεν, ὥστε ἔμεινεν ἄϋπνος τρεῖς ὁλοκλήρους μῆνας, ὡσὰν νὰ ἦτο ἄσαρκος, μόνον δὲ ὀλίγον ὕπνον ἐλάμβανε κατὰ τὴν ἡμέραν ὕστερα ἀπὸ τὴν τροφήν, διὰ νὰ μὴ πάθουν ἴσως αἱ φρένες του. Ὅμως ὁ πολὺς ἔρως τῆς ἡσυχίας, τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν τὸν ἄφησε νὰ μένῃ ἐκεῖ μέχρι τέλους. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἔδραμεν εἰς τὴν πολυπόθητόν του ἐρημίαν συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους συναγωνιστάς του εἰς τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τῆς ἀρετῆς.
Εἰς τὴν ἱερὰν ἐκείνην Σκήτην, εἰς τὴν ὁποίαν κατέφυγεν ὁ Ἅγιος, τὴν καλουμένην Γλωσσίαν, κατοικοῦσαν καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἀναχωρηταί, τῶν ὁποίων ὅλων ἦτο ὡς ἔξαρχος καὶ κορυφαῖος, ἄλλος τις Γρηγόριος, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ αὐτὸς καταγόμενος, μέγας καὶ περιβόητος κατ’ ἐκείνους τοὺς καιροὺς εἰς τὴν ἡσυχίαν καὶ εἰς τὴν νῆψιν καὶ θεωρίαν.