Διὰ τοῦτο ἀπέσπασε τὸν νοῦν του συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὰς φλυαρίας ἐκείνων καὶ ἀπὸ τὰς ψαλμῳδίας τῶν ψαλτῶν καὶ τὸν ἔστρεψεν εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ δι’ αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεόν, καθὼς ἐσυνήθιζεν, εὐθὺς δὲ τότε τὸν περιέλαμψε θεῖον φῶς ἄνωθεν καὶ φωτισθεὶς διὰ τῶν ἀκτίνων ἐκείνων κατά τε τοὺς ψυχικοὺς καὶ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, εἶδεν ὡς παρὸν ὁλοφάνερα, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ γίνῃ ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς χρόνους. Διότι ἔβλεπε μὲ ἀρχιερατικὴν στολὴν καὶ μὲ σχῆμα τέλειον Ἀρχιερέως τὸν Ἡγούμενον τῆς Λαύρας, Μακάριον τὸ ὄνομα, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνους ἔγινεν Ἀρχιερεὺς Θεσσαλονίκης, εἰς τὸ ὁποῖον ἀξίωμα καὶ τὸ ζῆν ἐτελείωσεν.
Ἄλλην φορὰν εἰς τὸ κελλίον του προσηύχετο ὁ Ἅγιος πρὸς τὴν Θεοτόκον καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ τὴν συνοδείαν του, παρακαλῶν αὐτὴν νὰ κάμῃ εὔκολον καὶ ἀνεμπόδιστον τὴν πνευματικήν των πολιτείαν καὶ τὴν πρὸς Θεὸν ἀνάβασιν, ἔπειτα δὲ νὰ τοὺς κάμῃ εὔκολον καὶ ἀκοπίαστον καὶ τὴν ἐξοικονόμησιν τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων διὰ νὰ μὴ κατασπαταλοῦν τὸν καιρὸν δι’ ἐκεῖνα, ὅταν τοὺς λείπουν καὶ ἐμποδίζωνται ἀπὸ τὰ πνευματικὰ καὶ ἀναγκαιότερα. Ἡ δὲ Δέσποινα τῶν ἁπάντων, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἐφάνη εἰς αὐτὸν σεμνῶς καὶ παρθενικῶς ἐστολισμένη, καθὼς τὴν βλέπομεν ἱστορημένην εἰς τὰς Εἰκόνας, καὶ στραφεῖσα πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὴν ἠκολούθουν (καὶ οἵτινες ἦσαν πάμπολλοι καὶ λαμπρότατοι) τοὺς εἶπεν· «Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς σεῖς νὰ οἰκονομῆτε ὅλα τὰ χρειαζόμενα, καὶ νὰ τὰ δίδετε εἰς τὸν Γρηγόριον καὶ εἰς τὴν συνοδείαν του». Αὐτὰ προσέταξεν ἡ Θεοτόκος, καὶ ἔγινεν ἄφαντος. Ἔλεγε δὲ ὁ Ἅγιος, ὅτι ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἶχον ἀκόπως ὅλα τὰ χρειώδη, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκοντο.
Κατὰ τὸν τρίτον χρόνον τῆς εἰς τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα διατριβῆς τοῦ Ἁγίου, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἐνῷ εἶχε τον νοῦν του προσηλωμένον εἰς τὸν Θεὸν διὰ τῆς ἱερᾶς προσευχῆς, ἐφάνη ὅτι τὸν ἥρπασε λεπτὸς ὕπνος, καὶ παρευθὺς εἶδε τὴν ἑξῆς θεωρίαν. Τοῦ ἐφάνη ὅτι ἐκράτει εἰς τὰς χεῖράς του ἀγγεῖον πλῆρες γάλακτος καὶ ὅτι ἤρχισεν ἔξαφνα νὰ ἀναβλύζῃ ὡς νὰ ἦτο πηγὴ καὶ ἐξεχείλισε καὶ ἐχύνετο ἔξω ἀπὸ τὸ ἀγγεῖον. Ἔπειτα τοῦ ἐφάνη, ὅτι ἀπὸ γάλα μετεβλήθη ἔξαφνα εἰς οἶνον κάλλιστον καὶ εὐωδέστατον, ὁ ὁποῖος χυνόμενος ἄφθονος ἐπάνω εἰς τὰς χεῖράς του καὶ εἰς τὰ ἐνδύματά του, ἐφάνη ὅτι τὰ κατέβρεξε καὶ τὰ ἐγέμισεν ἀπὸ εὐωδίαν.