Μετὰ ταῦτα, θέλων νὰ ἐπιστρέψῃ ὁ Ἅγιος εἰς τὴν Βέροιαν, τὸν ἠκολούθησαν καὶ αἱ ἀδελφαί του, τὰς ὁποίας ἐγκαταστήσας εἰς γυναικεῖον Μοναστήριον καὶ παραγγείλας εἰς αὐτὰς νὰ ἀκολουθοῦν τὴν συνηθισμένην εἰς αὐτὰς ἀσκητικὴν πολιτείαν, ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ πλησίον ὄρος τῆς Βεροίας, εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἔγινε γνώριμος καὶ φίλος μὲ γηραιόν τινα Ἡσυχαστήν, ὀνόματι Ἰώβ, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ ἦτο κατὰ πολὺ ἁπλοῦς, ἀκούσας ἡμέραν τινὰ τὸν θεῖον Γρηγόριον νὰ λέγῃ ὅτι ὄχι μόνον οἱ Ἀσκηταί, ἀλλὰ καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται πάντοτε ἀδιακόπως, κατὰ τὸν Ἀπόστολον (Α’ Θεσ. ε’ 17), δὲν κατεπείθετο, ἀλλὰ ἔλεγεν, ὅτι αὐτὸ εἶναι χρέος μόνον τῶν Μοναχῶν καὶ ὄχι τῶν κοσμικῶν. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐσιώπησε, διότι ἐμίσει τὴν πολυλογίαν· ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ μὲ ὅλον ὅτι ἐσιώπησεν ὁ Ἅγιος, ἔδειξεν ὀρθοὺς καὶ καλοὺς τοὺς λόγους του. Διότι πηγαίνων ὁ Ἰὼβ εἰς τὸ κελλίον του, ἐστάθη εἰς προσευχὴν καὶ ἰδοὺ βλέπει θεῖον Ἄγγελον ὅλον φῶς καὶ τοῦ λέγει· «Μὴ ἀμφιβάλλῃς παντελῶς, ὦ πρεσβῦτα, διὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶπε πρὸ ὀλίγου ὁ ἱερὸς Γρηγόριος, ἀλλὰ τοιουτοτρόπως νὰ φρονῇς καὶ νὰ ὁμολογῇς καὶ σύ».
Πέντε χρόνους ἔκαμεν εἰς τὴν ἡσυχίαν ἐκείνου τοῦ ὄρους ὁ σοφὸς Γρηγόριος. Ἀπὸ τὰς συχνὰς ὅμως καταδρομὰς τὰς ὁποίας ὑφίσταντο ἐκεῖ ἀπὸ τὸ μιαρώτατον γένος τῶν Ἀλβανῶν, ἠναγκάσθη καὶ ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ ἀπήλαυσε τοὺς φίλους καὶ Πατέρας καὶ ἀδελφοὺς μὲ μεγάλην ἀγαλλίασιν, κατῴκησε δὲ ἔξω ἀπὸ τὴν Μονὴν εἰς τὸ Ἡσυχαστήριον τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἄλλην δὲ ἡμέραν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σάββατον καὶ τὴν Κυριακὴν δὲν ἐξήρχετο οὔτε αὐτὸς νὰ ἴδῃ τινὰ οὔτε ἄλλος τις νὰ τὸν ἴδῃ καὶ νὰ συνομιλήσῃ, ἐκτὸς ἂν τὸν προσεκάλουν ἀπὸ τὴν Λαύραν διὰ Ἱερουργίαν· ὁ καθ’ αὑτὸ δὲ σκοπός του ἦτο ἡ θεωρία.
Ἦτο δέ ποτε ἡ ἑσπέρα τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Σωτῆρός μας, καὶ κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν ἐγίνετο μεγαλοπρεπὴς ἀγρυπνία εἰς τὴν Λαύραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο παρὼν καὶ ὁ Ἅγιος, συγκοινωνὸς καὶ τῆς ἀγρυπνίας καὶ τῶν ὕμνων. Ἀλλ’ ἐπειδὴ τινὲς ἐξ ἐκείνων, οἵτινες ἵσταντο εἰς τὸν χορόν, ἐδόθησαν εἰς ὁμιλίας ματαίας [2] καὶ δὲν ἔπαυον, ἐλυπεῖτο ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ἀλλὰ νὰ τοὺς εἴπῃ τίποτε δὲν τὸ εὕρισκεν εὔλογον.