Ἀπὸ αὐτὸν λοιπὸν τὸν θεῖον Γρηγόριον [1] ἐδιδάχθη ὁ νέος Γρηγόριος τὰ ὑψηλότατα Μυστήρια τῆς νοερᾶς ἐνεργείας καὶ τῆς ἀκροτάτης θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Ἡσυχάζων δὲ ἐκεῖ κατὰ μόνας ἠξιώθη νὰ λάβῃ παρὰ Θεοῦ πολλὰ μυστικὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νὰ τὰ παραστήσῃ τις μὲ λόγον. Τόσην δὲ κατάνυξιν εἶχε πάντοτε, ὥστε ἔτρεχαν ἀκαταπαύστως ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του τὰ δάκρυα καὶ τὸν ἐπότιζαν καὶ συνίστων ὁμοῦ μὲ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, τὸ χάρισμα δὲ τοῦτο τῶν δακρύων τὸ εἶχεν ὁ Ἅγιος ὅλον τὸν χρόνον τῆς ζωῆς του. Τὴν καλὴν ὅμως ἐκείνην ἡσυχίαν δὲν ἠμπόρεσαν νὰ ἀπολαύσουν διὰ πάντα ἐκεῖ εἰς τὴν Γλωσσίαν, λόγῳ τῶν καταδρομῶν τὰς ὁποίας ἐνήργουν οἱ Ἀγαρηνοὶ κατὰ τῶν Μοναχῶν, οἵτινες ἡσύχαζαν ἔξω τῶν Μοναστηρίων. Ὅθεν διὰ νὰ ἀποφύγουν τοὺς κινδύνους, ὁ θεῖος Γρηγόριος καὶ ἡ συνοδεία του, οἱ ὁποῖοι ἦσαν δώδεκα, ἠναγκάσθησαν νὰ καταφύγουν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, ἐκεῖ δὲ συμβουλευόμενοι μεταξύ των συνεφώνησαν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ προσκυνήσουν τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ ἡσυχάσωσιν ἐκεῖ, ἕως τέλους τῆς ζωῆς των.
Θέλων ὅμως ὁ θεῖος Γρηγόριος, νὰ μάθῃ ἂν ἦτο ἀρεστὸν εἰς τὸν Θεὸν τὸ κίνημά των, ἀφ’ οὗ κατὰ μέρος ἔκαμε περὶ τούτου προσευχήν, ἐνύσταξεν ὀλίγον τι, καὶ παρευθὺς εἶδε τὴν ἑξῆς ὀπτασίαν, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν διηγεῖται· «Μοῦ ἐφάνη, λέγει, ὡς νὰ εὑρέθην εἰς τὰ βασιλικὰ προαύλια, ὁμοῦ μὲ τοὺς συνασκητάς μου. Ἐκεῖ ἐκάθητο μεγαλοπρεπῶς εἰς τὸν θρόνον του ὁ Βασιλεύς, πέριξ δὲ αὐτοῦ ἵσταντο οἱ βασιλικοὶ δορυφόροι καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἐξ ὅλων τῶν τάξεων. Ξεχωρίσας δὲ εἷς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἄρχοντας ἦλθε πρὸς ἡμᾶς (ἐφαίνετο δὲ οὗτος ὡς νὰ ἦτο μέγας τις δοὺξ) καὶ ἐναγκαλισθεὶς ἐμὲ μὲ ἔσυρε πλησίον του, στραφεὶς δὲ εἰς τοὺς συνοδούς μου εἶπεν· «Ἐγὼ κρατῶ τοῦτον ἐδῶ μετ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ οὕτω προσέταξεν ὁ Βασιλεύς, σεῖς δὲ ὑπάγετε ὅπου ἀγαπᾶτε, δὲν σᾶς ἐμποδίζει τις». Ταῦτα φωτισθεὶς παρὰ Θεοῦ ὁ μέγας Γρηγόριος, καὶ κοινολογήσας αὐτὰ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, ἐστοχάσθησαν ὅλοι, ὅτι ὁ μέγας δούξ, ὅστις ἐκράτησε τὸν θεῖον Γρηγόριον, ἦτο ὁ μέγας Δημήτριος. Ὅθεν ἀπεφάσισαν νὰ μὴ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς πατρίδος τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Εὑρισκόμενοι δὲ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, παρεκάλεσαν τὸν θεῖον Γρηγόριον οἱ συνασκηταί του νὰ δεχθῇ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἐδέχετο, ἕως οὗ ἐγνώρισε καὶ περὶ τούτου, ὅτι ἦτο θέλημα τοῦ Θεοῦ.