Αὕτη ἡ ὁμολογία τῆς Πίστεως, βασιλεῦ, εἶναι ἡ ἰδική μου σωτηρία· καὶ δι’ αὐτὴν εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀποθάνω. Διότι ὁ δι’ αὐτὴν θάνατος εἶναι ζωὴ ἀληθινή. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς φρονίμους, προτιμότερον εἶναι νὰ ἀποθάνῃ τις καλῶς καὶ διὰ τὴν ἀλήθειαν, παρὰ νὰ ζῇ κακῶς καὶ ἐν τῷ ψεύδει. Εἰς ἐμὲ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις γίνεται τὰ πάντα εἰς πάντας (Α’ Κορ. θ’ 22) καὶ ὁ διὰ Χριστὸν θάνατος λογίζεται δι’ ἐμὲ κέρδος αἰώνιον καὶ ἀθάνατον (Φιλ. α’ 21). Λοιπὸν κάμε τὸ ταχύτερον ὅ,τι νομίζεις, ὦ δικαστά, καὶ μὴ ἀργοπορῇς. Διότι μὲ τὸ νὰ θελήσῃς νὰ μὲ βασανίσῃς, ἐπειδὴ εἶπον εἰς σὲ τὴν ἀλήθειαν, γνώριζε ὅτι σὺ μὲν θὰ μεταχειρισθῇς ἀδίκως τὴν ἐξουσίαν σου, καταφρονῶν τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀλήθειαν, εἰς ἐμὲ ὅμως μέλλεις νὰ κάμῃς μίαν ἐπιθυμητὴν χάριν, ἐπειδὴ τὸ ταχύτερον θέλεις μὲ ἀποστείλει εἰς τὸν Θεόν μου».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ματαιόφρων Λικίνιος, δὲν εἶχε μὲν τὶ νὰ ἀποκριθῇ· τετυφλωμένος ὅμως ἀπὸ τὴν πλάνην, ἀνάπτει ὅλος ἀπὸ τὸν θυμόν, σηκώνει τὰς ὀφρῦς, βλέπει τὸν Ἅγιον μὲ φονικὰ ὄμματα, διηγεῖται τὸν μεγάλον ἐμπαιγμὸν καὶ τὴν χλεύην, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμε, κλαίει, θρηνεῖ, ὀλοφύρεται διὰ τὴν συντριβὴν τῶν θεῶν του, καὶ οὕτω γενόμενος ἀκράτητος, καὶ ὅλος πῦρ ἀπὸ τὴν ὀργήν, προστάζει τοὺς ὑπηρέτας νὰ βασανίσουν τὸν Ἅγιον. Καὶ πρῶτον μὲν καταξέει μὲ πολλὰς πληγὰς τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος· ἔπειτα τὸν τιμωρεῖ μὲ μαχαίρας, ἀνάπτει πυράν, ἑτοιμάζει σταυρόν, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τιμωρητικὰ ὄργανα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς βασανιζόμενος, τὰ ἀπεδείκνυε ὅλα κατώτερα τῆς ἀνδρείας του. Διότι ἐφιλονίκει ὁ μεγαλόψυχος νὰ νικήσῃ μὲ τὸ πήλινον σῶμα του κάθε εἶδος βασάνων. Ὤ τοῦ θαύματος! Τὰς σάρκας του κατέκοπτον αἱ μάχαιραι, τὸ σῶμα του κατέκαιε τὸ πῦρ· τὰ μέλη του συνέτριβον τὰ στρεβλωτήρια· τὰς χεῖρας του ἐκάρφωνον εἰς τὸν σταυρόν, τὰς κόρας τῶν ὀφθαλμῶν του ἐξώρυσσον τὰ βέλη· ὅλον τὸ σῶμα του κατεσπάραττον τὰ μαρτύρια, ὁ δὲ Θεόδωρος ἔμενεν ἀνίκητος, ἀντιπαρερχόμενος μὲ φρόνημα ἀνδρεῖον καὶ προαίρεσιν μεγαλόψυχον τὰ καὶ εἰς μόνην τὴν ἀκοὴν φοβερώτατα βάσανα.
Τί πρῶτον νὰ ἐπαινέσῃ τις, ἢ τὶ δεύτερον νὰ θαυμάσῃ; Τὴν στερεότητα τῆς πίστεως τοῦ Θεοδώρου ἢ τὴν πρὸς Θεὸν διάπυρον ἀγάπην του; Τὴν βεβαίαν ἐλπίδα του, ἢ τὸ θάρρος τῆς γενναιότητος καὶ εὐτολμίας καὶ καρτερίας του; Εὖγε ἀληθῶς διὰ τὴν ἐν πᾶσι θερμότητά του. Εὖγε καὶ ὑπερεῦγε διὰ τὴν εἰς πάντα μεγαλοψυχίαν του!