Ὁ δὲ Ἅγιος μὲ τὴν τέχνην τῶν λόγων καὶ τῆς σοφίας του καταπείθει τούτους νὰ παρακινήσουν τὸν Λικίνιον νὰ ἔλθῃ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεόδωρον, παραλαμβάνων μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τὰ πολυτιμότερα εἴδωλα τῶν θεῶν του, διὰ νὰ θυσιάσῃ δῆθεν εἰς αὐτὰ ὁ Θεόδωρος, καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του νὰ παρακινηθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι εἰς τὸ νὰ θυσιάσουν. Ἐπείσθη εἰς ταῦτα ὁ ἀνόητος τύραννος, καὶ καταβληθεὶς διὰ σοφῶν χειρισμῶν ὁ ἐν κακίᾳ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἐν ἀληθείᾳ σοφὸν Θεόδωρον, ἔρχεται ὡς δοῦλος ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἅγιον, μὲ πολλὴν φαντασίαν, ἔχων φορτωμένους εἰς τὰ ζῷα καὶ τοὺς ἀναισθήτους θεούς του, ὡς μάταιόν τι βάρος τῆς γῆς [1], ὡς λέγει ὁ ποιητὴς Ὅμηρος.
Προϋπαντᾷ τὸν τύραννον ὁ Θεόδωρος καὶ θέλων νὰ τὸν περιπαίξῃ περισότερον, δὲν φανερώνει εἰς αὐτὸν οὐδόλως ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐμελέτα νὰ κάμῃ, ἀλλά, ἀφοῦ ἐπῆρε τοὺς χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς ἐκείνους θεούς, συντρίβει αὐτοὺς εἰς λεπτὰ τεμάχια, καὶ τοὺς διαμοιράζει εἰς τοὺς πτωχούς, τοῦτο δὲ γίνεται ἀφορμὴ καὶ νὰ μαρτυρήσῃ. Διότι, ἀφοῦ ἔμαθε τοῦτο ὁ Λικίνιος, πρῶτον μὲν ἐπὶ ὥραν πολλὴν ἔμεινεν ἄφωνος καὶ ἐκστατικός, διὰ τὸν φοβερὸν αὐτὸν καὶ ἀνέλπιστον ἐμπαιγμόν, τὸν ὁποῖον ἔλαβεν. Ἀφ’ οὗ δὲ συνῆλθεν εἰς ἑαυτόν, φέρει παρευθὺς τὸν Θεόδωρον ἔμπροσθέν του, καὶ μὲ θυμὸν ἀσυγκράτητον ἐκσφενδονίζει κατ’ αὐτοῦ ὅσας ὕβρεις ἠδύνατο. Ὁ δὲ Θεόδωρος δὲν ἐφοβήθη οὐδόλως τὰς ὕβρεις, οὐδὲ τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως ἔβαλε κατὰ νοῦν, ἀλλὰ σηκώσας τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ἀποκρίνεται πρὸς τὸν τύραννον μὲ λόγους τοιούτους.
«Δὲν ἐπιτρέπεται, λέγει, ὦ βασιλεῦ, ὁ λογικὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος νὰ θυμώνῃ καὶ νὰ ταράττεται εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει. Ἐγὼ δὲν συνέτριψα θεούς, καθὼς σὺ νομίζεις, ὄχι· ἀλλὰ χρυσίον καὶ ἀργύριον, καὶ διεμοίρασα ταῦτα εἰς τοὺς πτωχούς. Ἐπειδὴ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον δὲν ἔγινεν ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ νὰ προσκυνῆται. Ἄπαγε! Ἀλλὰ διὰ νὰ χρησιμεύῃ εἰς τὰς ἀνάγκας τῶν ἀνθρώπων. Κατὰ πολὺ ἀνόητον πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ νομίζῃ τις, ὅτι οἱ θεοὶ κατασκευάζονται ἀπὸ ἄνθρωπον. Καὶ ὁ μὲν ποιητὴς τούτων ἄνθρωπος νὰ εἶναι θνητός, τὰ δὲ ποιήματά του νὰ νομίζωνται, ὅτι εἶναι ἀθάνατα. Δὲν εἶναι πρέπον, ὦ βασιλεῦ, ἡ ὕλη τοῦ χρυσοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου, ἥτις ἔγινε διὰ τὰς ἀνάγκας τῶν ἀνθρώπων, νὰ τιμᾶται μὲ τὴν ὀνομασίαν τοῦ θεοῦ, ἤτοι νὰ ὀνομάζεται θεός.