Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαδινοῦ ἢ Πρωτασηκρίτου ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Μεγαλομάρτυρα ΘΕΟΔΩΡΟΝ τὸν ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΝ.

Καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ δοῦλος δὲν ὀνομάζετα ποτὲ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ αὐθέντου του, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ δοῦλος καὶ ὁ αὐθέντης εἶναι μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς φύσεως, ἐὰν δὲ τυχὸν ἔπραττε τοιοῦτον τι ὁ δοῦλος, τοῦτο θὰ ἐθεωρεῖτο μεγάλη ἀτιμία ἀπὸ τὸν κύριον του· πόσον μεγάλη ἀτιμία προξενεῖται εἰς τὴν μακαρίαν φύσιν τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ μετέχωσι τοῦ θείου αὐτῆς ὀνόματος τὰ τεχνητὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων;».

«Φεῦ καὶ ἀλλοίμονον εἰς τὴν τοιαύτην ἀνοησίαν; Ὁ θνητὸς ἄνθρωπος νὰ κατασκευάζῃ θεοῦ κεφαλὴν καὶ μέλη, καθὼς αὐτὸς θέλει, κωφὰ καὶ ἀκίνητα, καὶ ἔπειτα νὰ λατρεύῃ, καὶ νὰ φοβῆται τὸ ἔργον τῶν χειρῶν του. Ποία ἄλλη ἀγνωσία ἠμπορεῖ νὰ εὑρεθῇ ἀπὸ ταύτην μεγαλυτέρα; Εἴθε νὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὰ εἴδωλα, ἀναίσθητοι δηλαδὴ καὶ ἀκίνητοι, καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὰ κατασκευάζουν, καὶ ὅσοι ἐλπίζουν εἰς αὐτά, ὡς λέγει ὁ Προφήτης Δαβίδ· «Ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτά, καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτοῖς» (Ψαλμ. ριγ’ 16, ρλδ’ 18). Καὶ διατί, ὦ ταλαίπωροι, δὲν προσκυνεῖτε καλλίτερα τὸν κεραμέα καὶ τὸν λιθογλύφον, καὶ τὸν χρυσοχόον, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν τέχνην των κατασκευάζουν τοὺς θεούς σας, ἀλλ’ αὐτοὺς μὲν ὁμολογεῖτε θνητούς, τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν νομίζετε ἀθάνατα; Ὄντως τυφλὸν πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀγνωσία, τὴν ὁποίαν ἔχετε, ἄθλιοι. Διότι ὄχι μόνον προσκυνεῖτε ὡς θεοὺς τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀνθρώπου μορφήν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἰκονίζουν ἄλογα ζῷα. Διὰ τοῦτο εἶσθε τελείως νεκροὶ κατὰ τὸν νοῦν, προσκυνοῦντες θηρία, καὶ πετεινά, καὶ ζῷα, χερσαῖα τε καὶ θαλάσσια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δίκαιον εἶναι καὶ νὰ κατασπαραχθῆτε».

«Ἐγὼ ἕνα Θεὸν λατρεύω, ἄποσον, ἀΐδιον, ἀνείδεον, ἀόρατον, ἀναλλοίωτον, ἀεί ὄντα, καὶ ζῶντα, καὶ οὔτε ἀρχὴν ἔχοντα, οὔτε τέλος· ὁ ὁποῖος, μὲ τὸν ζῶντα καὶ ἐνυπόστατον Λόγον Του, καὶ μὲ τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα Του ἐδημιούργησε τὰ πάντα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Καὶ διὰ νὰ εἴπω μὲ συντομίαν, αὐτὸς ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἄνθρωπος, διὰ νὰ χαρίσῃ εἰς ἡμᾶς τὴν ἀφθαρσίαν, καὶ διὰ μέσου τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεώς του μᾶς ἔδωκε τὴν ἀπάθειαν. Αὐτὸς ἀναληφθεὶς εἰς τοὺς οὐρανοὺς συνανεβίβασε τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, καὶ ἐτίμησεν ὅλον τὸ γένος ἡμῶν μὲ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ ἰδικοῦ μας προσλήμματος. Αὐτὸς ἐλπίζομεν μὲ ἀπόλυτον βεβαιότητα, ὅτι μέλλει νὰ ἔλθῃ μὲ ἄρρητον δόξαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ νὰ ἀποδώσῃ εἰς ἕνα ἕκαστον κατὰ τὰ ἔργα του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐνταῦθα τὸ πρωτότυπον ἔχει τὴν φράσιν «ἄχθος ἀρούρης» τοῦ Ὁμήρου, ἥτις ἑρμηνεύεται βάρος τῆς γῆς.

[2] Eἰς ἐπίρρωσιν τῶν ὅσων ἐσημειώσαμεν, σημειοῦμεν καὶ τοῦτο ἐνταῦθα, ὅτι ἐν τῇ ἀρχαιοτάτῃ περιωνύμῳ Μονῇ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου ἀποθησαυρίζονται ἐν ἀργυραῖς θῆκαις αἱ δύο σεπταὶ δεξιαὶ παλάμαι τῶν Ἁγίων τούτων ἐνδόξων μεγάλων Μαρτύρων Θεοδώρων Τήρωνος καὶ Στρατηλάτου.