Δὲν λέγω διὰ τὸ εὔτακτον αὐτοῦ περιπάτημα· τὸ σεμνὸν μειδίαμα τῶν χειλέων του· τὰ χρυσᾶ μαλλία τῆς κεφαλῆς του· τὴν τῆς πολεμικῆς τέχνης ἐμπειρίαν του· καὶ τὴν εἰς πολλὰ ἄλλα εὐδοκίμησιν καὶ ἐπιδεξιότητά του· τὰ ὁποῖα ὅλα τὸν κατέστησαν ἄνδρα ζηλευτὸν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἀπὸ ὅλους ἀξιαγάπητον. Ταῦτα, λέγω, πάντα τὰ σιωπῶ, διότι, ἂν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐγένετο περιβόητος δι’ αὐτὰ εἰς τοὺς τότε ἀνθρώπους, ὅμως αὐτὸς δὲν κατεδέχετο νὰ φιλοτιμῆται εἰς τὰ τοιαῦτα ἐξωτερικὰ τοῦ σώματος ἀγαθά, καθὼς οὔτε ὁ λέων φιλοτιμεῖται εἰς τὸ ἐξωτερικὸν δέρμα του.
Ἐκεῖνος ὁ μακάριος ἐφιλοτιμεῖτο εἰς τὴν εὐγένειαν τῆς γνώμης, εἰς τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους· εἰς τὴν ταπείνωσιν τοῦ φρονήματος, καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν ὅλων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα τὸν ἠμπόδιζαν νὰ ἀποκτήσῃ τὰς ἀρετάς. Μεταχειρισθεὶς δὲ τὴν δύναμιν τοῦ αὐτεξουσίου, εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν ἔπρεπε, δὲν ἔστρεφε οὔτε κἂν τὸν νοῦν του εἰς αὐτά· ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν νοῦν, καὶ μὲ τὰς αἰσθήσεις ἕνα σκοπὸν τελειότατον εἶχεν εἰς ὅλην τὴν ζωήν του, νὰ ὁμοιωθῇ μὲ τὸν Θεὸν κατὰ τὸ δυνατὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον, χωρίζων μὲν τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν προσπάθειαν τῶν αἰσθητῶν τούτων, μελετῶν δὲ κατὰ νοῦν τὰ κάλλη τῶν νοητῶν, καὶ στολίζων τὴν ψυχήν του μὲ τὰ διάφορα ἤθη τῶν ἀρετῶν, ὡς διὰ θείων τινῶν σημείων καὶ στολισμῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἤθελε μεταχειρισθῆ κανὲν ἐπιχείρημα, πολιτικὸν ἢ πολεμικόν, ἔκαμνε νὰ θαυμάζουν οἱ ὁρῶντες διὰ τὴν ἀρίστην διοίκησιν, καὶ τοὺς φρονίμους τρόπους, καὶ ἀγαθοὺς σκοπούς, τοὺς ὁποίους ἐφεύρισκε καὶ ἐμεθοδεύετο ἐπάνω εἰς αὐτό. Πολλάκις δὲ τόσον ἐγλυκαίνετο ὁ νοῦς του εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ νοερὰν θεωρίαν, ὥστε ἀπὸ τὴν γλυκύτητα ἐκείνην ἐγκατέλειπε κάθε ἀνθρώπινον ἐπιτήδευμα.
Διὰ τούτων πάντων ὄχι μόνον ὁ ἴδιος ὠφελεῖτο ὁ μακάριος, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι τον ἐμιμοῦντο, ὠφέλει διὰ τῆς διδασκαλίας του, πλουτίζων αὐτοὺς διὰ τοῦ νοεροῦ φωτὸς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς γνώσεως, καὶ μεταδίδων εἰς αὐτοὺς πλουσιώτατα, καὶ χωρὶς φθόνον, τὰς δωρεὰς καὶ χάριτας, μὲ τὰς ὁποίας αὐτὸς ἠξιώνετο ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀναλόγως καὶ κατὰ τὴν ἀνάγκην, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἕκαστος ἐξ αὐτῶν, εἴτε τῆς ψυχῆς, εἴτε τοῦ σώματος. Καὶ ἀληθῶς φερώνυμος ἦτο ὁ Θεόδωρος, διότι, κατὰ τὸ ὄνομά του ἦσαν καὶ τὰ ἔργα του. Διότι ἐγνώριζεν ὁ Ἅγιος, ὅτι ὅστις θέλει νὰ ἀγαπήσῃ τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ἀγαπᾷ καὶ τὸν πλησίον του, ὡς τὸν ἑαυτόν του (πλησίον δὲ ὀνομάζει ἡ θεία Γραφή, πάντα ἄνθρωπον, ὅστις ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν).