Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαδινοῦ ἢ Πρωτασηκρίτου ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Μεγαλομάρτυρα ΘΕΟΔΩΡΟΝ τὸν ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΝ.

ΕΙΚΟΝΑ
Τοιχογραφία ἐκ τοῦ Πρωτάτου Ἁγίου Ὄρους.
Χεὶρ Πανσελήνου, ἔργον ΙΓʹ αἰῶνος.

ΔΙΚΑΙΟΝ εἶναι καὶ πρέπον εἰς ὅλους τοὺς φιλοχρίστους νὰ τιμῶσι μὲ λόγους καὶ νὰ ἐγκωμιάζωσι τὸν ἔχοντα τὴν ὀνομασίαν τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ Μάρτυρα, ἤτοι τὸν μέγαν Στρατηλάτην Θεόδωρον, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμην πανηγυρίζομεν σήμερον ὅστις ἔφθασε μὲν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως, πολλοὺς δὲ ἀγῶνας ὑπέμεινε διὰ τὴν εὐσέβειαν, καὶ πολλὰς νίκας κατὰ τῶν ἀπίστων ἐποίησε, καὶ ἀκολούθως ἔλαβε διὰ ταῦτα παρὰ Κυρίου τοὺς ἀμαράντους στεφάνους. Δίκαιον, λέγω, εἶναι καὶ πρέπον, καὶ χρέος ἔχουν ὅσοι ἀγαπῶσι τὸν Θεόν, νὰ μεγαλύνωσι μὲ εὐφημίας τοὺς εὐδοκιμήσαντας εἰς τοὺς τοιούτους ὑπὲρ εὐσεβείας ἀγῶνας. Διότι ἐκεῖνα τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι εἰς τὸν Θεὸν ἀρεστά, ἔγιναν καὶ εἰς αὐτοὺς ποθητά, δι’ ὃ καὶ παρ’ ἡμῶν πρέπει ταῦτα νὰ ἐγκωμιάζωνται ὡς ἐπαινετά. Τὸ δὲ νὰ ἐγκωμιάζωνται ταῦτα, τοῦτο τὴν μὲν ἀρετὴν τῶν τοιούτων ἀνδρῶν κάμνει ἀθάνατον εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας, τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους παρακινεῖ εἰς τὸ νὰ τοὺς μιμοῦνται καὶ αὐτοὶ κατὰ δύναμιν. Διότι φυσικὸν ἰδίωμα ἔχει ἡ διὰ λόγου ἐνθύμησις τῶν ἐναρέτων, νὰ θερμαίνῃ τοὺς φιλαρέτους εἰς τὸν ὅμοιον ζῆλον, μὲ τὸ νὰ ἐντυπώνῃ καὶ νὰ μορφώνῃ εἰς τὴν ψυχήν τους, τοὺς θεοειδεῖς χαρακτῆρας τῆς ἀρετῆς ἐκείνων· ἐκ τοῦ ὁποίου, τί ἀκολουθεῖ; Τὸ νὰ ἀπολαύσουν δηλαδὴ καὶ αὐτοὶ διὰ τῆς μιμήσεως, τὴν αὐτὴν δόξαν, καὶ τοὺς αὐτοὺς ἐπαίνους τῶν παρ’ αὐτῶν ἐγκωμιαζομένων.

Ποῖος λοιπὸν δὲν θέλει δράμει θερμῶς εἰς τὴν σημερινὴν πανήγυριν, διὰ νὰ ἀποδώσῃ τὸ πολυκερδὲς τοῦτο χρέος τῶν ἐγκωμίων εἰς τὸν Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον; Ποῖος δὲν θέλει ποθήσει νὰ γίνῃ συγκοινωνὸς τῶν ἀθλητικῶν του ἀγώνων διὰ τῆς διηγήσεως, καθόσον οὗτος θέλει λάβει τοιαύτην μεγάλην εὐεργεσίαν εἰς τὸν ἑαυτόν του διὰ τῆς μιμήσεως; Ποῖος δὲν θέλει προτιμήσει περισσότερον ἀπὸ κάθε ἀναγκαίαν του ὑπηρεσίαν, τὸ νὰ τρέξῃ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Μάρτυρος καὶ ν’ ἀκούσῃ τοὺς ἱεροὺς αὐτοῦ ἀγῶνας καὶ τὰ μαρτύρια; Ἀλλὰ τίς, καὶ ποῖος ἐστάθη ὁ Ἅγιος Μάρτυς οὗτος Θεόδωρος, καὶ ποίαν εἶχε πατρίδα, ποίους γονεῖς, καὶ ἀπὸ ποίαν αἰτίαν ἀνέβη εἰς τόσην δόξαν ἐγκόσμιον ὁμοῦ καὶ ὑπερκόσμιον, καὶ μὲ ποῖον τρόπον ζήσας ἐτελεύτησε; Ταῦτα, λέγω, πάντα καλὸν εἶναι νὰ διηγηθῶμεν μὲ συντομίαν, καθὼς διδάσκουσιν οἱ νόμοι τῶν ἐγκωμίων (ἂν καὶ ὁ ἥλιος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ κάθ’ ἐγκώμιον) πρῶτον μὲν εἰς δόξαν Θεοῦ, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον δίδεται πᾶν δώρημα τέλειον καὶ πᾶσα δόσις ἀγαθή, κατὰ τὸν Ἀδελφόθεον Ἰάκωβον (Ἰακ. α’17)·


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐνταῦθα τὸ πρωτότυπον ἔχει τὴν φράσιν «ἄχθος ἀρούρης» τοῦ Ὁμήρου, ἥτις ἑρμηνεύεται βάρος τῆς γῆς.

[2] Eἰς ἐπίρρωσιν τῶν ὅσων ἐσημειώσαμεν, σημειοῦμεν καὶ τοῦτο ἐνταῦθα, ὅτι ἐν τῇ ἀρχαιοτάτῃ περιωνύμῳ Μονῇ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου ἀποθησαυρίζονται ἐν ἀργυραῖς θῆκαις αἱ δύο σεπταὶ δεξιαὶ παλάμαι τῶν Ἁγίων τούτων ἐνδόξων μεγάλων Μαρτύρων Θεοδώρων Τήρωνος καὶ Στρατηλάτου.