Λόγος εἰς τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἀδάμ, ἐκ τοῦ «Θησαυροῦ» Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου Ὑποδιακόνου, τοῦ μετέπειτα γενομένου Ἐπισκόπου Λιτῆς καὶ Ρενδίνης καὶ εἶτα Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης. Ἐνταῦθα παρατίθεται διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

«Διὰ ποῖα νὰ θρηνήσω πρῶτον ὁ ταλαίπωρος; Διὰ τὴν καλλονὴν τῶν δένδρων σου ἢ διὰ τὴν γλυκύτητα τῶν καρπῶν σου; Διὰ τὴν λαμπρότητα τὴν πολλὴν ἢ διὰ τὴν βασιλείαν, ὅπου εἶχα; Διὰ τὴν γύμνωσίν μου νὰ κλαύσω, ἢ διὰ τὴν ἐντροπὴν ὅπου ἀπέκτησα; Διὰ τὴν ἀνυποταξίαν τῶν θηρίων νὰ λυπηθῶ, ἢ διὰ τὸν ὀνειδισμὸν τῶν Ἀγγέλων; Τὶ θρῆνον νὰ κάμω; Ποῖον κλαυθμὸν νὰ κλαύσω; Μὲ τὶ τρόπον νὰ θρηνήσω τὴν συμφοράν μου; Πῶς νὰ ὑπομείνω τὰ κακά, ὅπου μοῦ συνέβησαν; Ἐδῶ φόβοι, κόποι, ἱδρῶτες, ἀναστεναγμοί, θλίψεις λύπαι, δάκρυα, ἄκανθαι, τρίβολοι, καὶ κεκοπιασμένον φαγητόν, ταλαιπωρημένον ποτόν, κακοπαθημένη ἀνάπαυσις. Ἐκεῖ δὲ εἰς τὰ καταχθόνια τί θέλει μὲ ἀκολουθήσει; Δὲν δύναμαι νὰ ὑπομείνω τὴν αἰσχύνην· δὲν δύναμαι νὰ ὑπομείνω καθήμενος ἀπέναντί σου καὶ νὰ σὲ βλέπω· διότι ἔγινα ξένος τῆς κατοικίας σου, ξένος τῆς ἀπολαύσεώς σου. Μόνος μου ἔκαμα τὸν ἑαυτόν μου ξένον τῆς εὐφροσύνης σου· μόνος μου ἔπταισα. Πλέον δὲν θέλω ἴδει τὴν θεωρίαν σου· πλέον δὲν θέλω ἀπολαύσει τὴν χαράν σου· πλέον δὲν θέλω ἀπολαύσει τοὺς ὡραιοτάτους σου καρπούς. Αὐτὰ ὅλα τὰ καλά σου ἔχασα· ὅλα ὡς ὄνειρον οὕτω διέβησαν· ὡς σκιά, οὕτω παρῆλθον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς μου τὰ ἀγαθά σου. Ἐὰν δύνασαι, κλῖνε τοὺς κλώνους τῶν δένδρων σου, καὶ παρακάλεσε τὸν Πλάστην μου καὶ Ποιητήν σου μὲ τὴν φωνὴν τῶν φύλλων σου. Δεήσου εἰς τὸν Δημιουργόν μας νὰ μᾶς ἐμβάσῃ πάλιν εἰς σέ, ἐὰν δὲ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ σὲ ἀπολαύσω, τοὐλάχιστον ἂς ἐλαφρυνθῶ ἀπὸ τὰς θλίψεις μου».

Τοιαῦτα ἔλεγε μετὰ δακρύων ὁ Ἀδὰμ πρὸς τὸν Παράδεισον καὶ εἰργάζετο τὴν γῆν νὰ κάμῃ τροφήν, διὰ νὰ φάγῃ. Ἔπειτα ἐστράφη καὶ πρὸς τὴν Εὔαν καὶ μετ’ ἀγανακτήσεως ἔλεγε πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα· «Διατί μοῦ ὑστέρησας, ὦ γύναι, τὴν ἀθανασίαν καὶ τὰ τόσα ἀγαθά; Διατὶ ἐμὲ τὸν ὑψηλὸν ἔκαμες ταπεινόν; Διατί τὸν αὐθέντην ἔκαμες δοῦλον; Διατί τὸν βασιλέα ἔκαμες αἰχμάλωτον; Διατί μὲ κατέστησες εἰς τὴν τοιαύτην γύμνωσιν; Πῶς μὲ παρεπλάνησας, καὶ μὲ κατήγαγες εἰς τὴν κατηραμένην γῆν; Πῶς ἐμέ, τὸν τοῦ Παραδείσου φύλακα, ἔδειξες ξένον; Πῶς ἀπὸ τόσην πλουσιότητα μὲ ἔφερες εἰς ἐσχάτην πτωχείαν; Τώρα πόθεν νὰ εὕρω τροφὴν νὰ σὲ θρέψω; Πότε νὰ σπείρω, πότε νὰ θερίσω, πότε νὰ τελειώσω τὸ φαγητόν, πότε νὰ καθίσω νὰ φάγω ἀμέριμνος; Πότε νὰ κάμω ἔνδυμα νὰ σκεπάσω τὴν γύμνωσίν μου; Πότε νὰ κάμω ὑποδήματα, νὰ μὴ βλάπτωμαι ἀπὸ τὰς ἀκάνθας;


Ὑποσημειώσεις

[1] Προφανῶς ὁ συγγραφεὺς ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὸ ρητόν· «Οὐκ ὠφελήσουσι θησαυροὶ ἀνόμους, δικαιοσύνη δὲ ρύσεται ἐκ θανάτου» (Παρ. ιʹ 2), ὡς δικαιοσύνης λαμβανομένης ἐνταῦθα τῆς ἀρετῆς τῆς ἐλεημοσύνης. Οὕτως ἑρμηνεύει τὸ ρητὸν τοῦτο καὶ ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμανδρίτης Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος, ὅστις ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς ἑξῆς ἑρμηνεύει τὸ ἐν λόγῳ ρητόν· «Οἱ παράνομοι θησαυροὶ οὐδόλως θὰ ὠφελήσουν τοὺς παρανόμους ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετὴ ἐλεημοσύνη θὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῆς καταστροφῆς». Ὑποσημειοῖ δὲ ὁ αὐτὸς ἐκεῖσε καὶ τὰ ἑξῆς: «Δικαιοσύνη γενικῶς πᾶσα ἀρετή. Ἐδῶ μᾶλλον ἡ ἐλεημοσύνη» (Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου «Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη», τόμ. 25ος, σελ. 63). Λέγει δὲ καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβίδ· «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη (ἡ δικαία αὕτη πρᾶξις τῆς ἐλεημοσύνης) αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, τὸ κέρας αὐτοῦ ὑψωθήσεται ἐν δόξῃ» (Ψαλμ. ριαʹ 9).

[2] Εἶπε δηλαδὴ ὁ Ἄγγελος Ραφαὴλ πρὸς τὸν Τωβίτ· «ἐλεημοσύνη γὰρ ἐκ θανάτου ρύεται, καὶ αὕτη ἀποκαθαριεῖ πᾶσαν ἁμαρτίαν» (Τωβὶτ ιβʹ 9).

[3] Αἰγύπτιοι [ἐξ οὗ καὶ Γύφτοι]· πρόκειται περὶ τῶν Ἀθιγγάνων, οἵτινες ἦσαν πλανόδιοι ὀργανοπαῖκται τοῦ καιροῦ ἐκείνου καὶ περιερχόμενοι τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία καὶ μάλιστα κατὰ τὰς πανηγύρεις, διεσκέδαζον τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν ὀργάνων των.