Ἦσαν δὲ εἰς τὸν αἰσθητὸν Παράδεισον καὶ δύο ξύλα ἐκλεκτά, τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, καὶ τὸ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· ὄχι ὅτι τὸ ξύλον ἐκεῖνο εἶχε τοιαύτην ἐνέργειαν, ὥστε ὅταν φάγῃ τις ἐξ αὐτοῦ θὰ γνωρίσῃ τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, ἀλλ’ ὅτι οὕτω κατέληξε μετὰ ταῦτα ἡ ὑπόθεσις αὕτη εἰς τὸν Ἀδάμ. Ποῖα δὲ εἶναι τὰ νοητὰ δύο ξύλα; Πολλοὶ τῶν Ἁγίων εἶπον πολλὰ καὶ διάφορα διὰ ταῦτα πλὴν καὶ τοῦτο ὅπου θέλω εἴπει δὲν εἶναι ἔξω τοῦ πρέποντος. Ξύλον ζωῆς, καὶ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, ἡ προαίρεσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι. Διότι ὁ Θεός, ὅταν ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, τὸν ἄφησεν εἰς τὴν ἐξουσίαν του, καὶ τοῦ εἶπε τὰ μὲν ἄλλα ποιήματα αὐτοῦ τὰ αἰσθητὰ νὰ τὰ ἐξετάζῃ, καὶ νὰ ἐρευνᾷ τὴν ἀρχήν των καὶ τὴν φύσιν των, περὶ δὲ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θεϊκῆς φύσεως νὰ μὴ ἐξετάζῃ. Αὐτὸς ὅμως ὡς ἀτελὴς ἠθέλησε νὰ συλλογισθῇ πῶς ἔγινεν ὁ Θεός, καὶ πῶς εἶναι, διὰ τοῦτο ἐξέπεσεν, ἐπειδὴ δὲν ἐχρησιμοποίησεν εἰς καλὸν τὴν προαίρεσίν του, ἀλλὰ εἰς τὴν παρακοὴν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ταύτην τὴν παραγγελίαν τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός, διὰ τοῦτο λέγει ἡ Γραφή, ὅτι τὸν ἔβαλεν εἰς τὸν Παράδεισον νὰ τὸν δουλεύῃ καὶ νὰ τὸν φυλάττῃ· δηλαδὴ νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ τοὺς τοιούτους λογισμούς, οἵτινες ἦσαν ὑπὲρ τὴν δύναμίν του.
Ἦτο λοιπὸν ὁ Ἀδὰμ εἰς τὸν Παράδεισον μόνος, οὐδένα ἔχων βοηθόν. Τί δὲ ἔκαμεν ὁ Θεός; Ἀπεκοίμησε τὸν Ἀδάμ, καὶ λαβὼν μίαν ἐκ τῶν πλευρῶν του, ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔπειτα τὴν προσέφερεν εἰς τὸν Ἀδάμ, ὄχι διὰ νὰ κάμνῃ μὲ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν του (αἱρετικὸς καὶ ἀσεβὴς εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις λέγει τοιοῦτον λόγον), ἀλλὰ διὰ βοηθόν του τὴν ἔδωκε. Καθὼς δὲ τὸ μονοετὲς παιδίον, τὸ ὁποῖον καίτοι δὲν γνωρίζει ἐπιθυμίαν, ὅμως δὲν τοῦ φαίνεται καλὸν νὰ εἶναι μόνον, ἀλλὰ μάλιστα κλαίει καὶ λυπεῖται, ὁμοίως ἦτο καὶ ὁ Ἀδάμ. Καίτοι δὲν ἐγνώριζεν ἐπιθυμίαν, ἐν τούτοις διότι δὲν εἶχεν ὅμοιόν του, ἐλυπεῖτο. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Θεὸς τὸν ἔβλεπεν, ὅτι ἐλυπεῖτο εἰς τὴν ἐρημίαν τοῦ Παραδείσου, ἔπλασε καὶ τὴν γυναῖκα ὁμοίαν του διὰ βοηθόν. Ἦσαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο εἰς τὸν Παράδεισον γυμνοί, καὶ δὲν ᾐσχύνοντο, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν ἐπιθυμία, διότι ὅλον καλωσύνη ἦσαν ἀμφότεροι, διὰ τοῦτο καὶ δὲν ᾐσχύνοντο· ἀλλὰ καθὼς βλέπομεν ἡμεῖς ὁ εἷς τὸν ἄλλον εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ δὲν αἰσχυνόμεθα, ὁμοίως καὶ ἐκεῖνοι βλέποντες ἀλλήλους, δὲν τοὺς ἔμελλε τίποτε, διότι ἦσαν ἄκακοι καὶ ἀπονήρευτοι, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, τρώγοντες μὲν ἀπὸ ὅλα τὰ ξύλα τοῦ Παραδείσου, μόνον δὲ ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως δὲν ἔτρωγον, διότι οὕτω τοὺς εἶχε παραγγείλει ὁ Θεός, νὰ μὴ τολμήσουν δηλαδὴ νὰ φάγωσι ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ ξύλον, διότι θέλουν ἀπολέσει τὴν τιμήν των (Γεν. β’ 16-17).