Τὴν ἕκτην ἡμέραν διέταξε τὴν γῆν καὶ ἐξέβαλε τὰ τετράποδα καὶ τὰ θηρία, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς. Ηὐλόγησε δὲ ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς καὶ εἶπεν· «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γεν. α’ 28). Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσεν ὅλα τὰ ἄλλα ποιήματα, ἠθέλησε νὰ πλάσῃ καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅστις νὰ τὰ ἐξουσιάζῃ ὅλα. Ὄχι ὅτι ἠθέλησε νὰ τὸν πλάσῃ τελευταῖον, ὡς κατωτέρας τιμῆς, ἀλλ’ ὡς τιμιώτερον. Διότι ἠδύνατο ὁ Θεὸς καὶ πρὶν νὰ κάμῃ τὰ ἄλλα αὐτοῦ κτίσματα, νὰ πλάσῃ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ ὅπως ὅταν θέλῃ νὰ ὑπάγῃ βασιλεύς τις εἰς τόπον τινά, πρῶτον εὐτρεπίζουν τὸν τόπον ἐκεῖνον, καὶ κατόπιν μεταβαίνει ὁ βασιλεύς, ὁμοίως ἔκαμε καὶ ὁ Θεός· ἐπειδὴ ὡς βασιλέα ἔμελλε νὰ καταστήσῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς ὅλα του τὰ ποιήματα (αὐτ. 28-30), διὰ τοῦτο πρῶτον ἑτοιμάζει τὰ βασιλευόμενα, καὶ κατόπιν φέρει καὶ τὸν βασιλέα. Ἀλλὰ ἂς ἴδωμεν πῶς καὶ μὲ ποῖον τρόπον ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἡτοίμασε τὰ ἄλλα κτίσματα του καὶ ἔμελλε νὰ πλάσῃ καὶ τὸν ἄνθρωπον, ἔλαβε μέρος ἀπὸ τὰ δύο προγενέστερα ποιήματά του καὶ τὸν ἔπλασε. Καὶ ἀπὸ μὲν τὰ αἰσθητὰ ἔλαβε τὸ χῶμα, καὶ ἔκαμε τὸ σῶμα· ἀπὸ δὲ τὰ νοητὰ ἔθεσε τὴν ψυχὴν νὰ ἀναπνέῃ καὶ νὰ ζῇ. Ὄχι ὡς λέγουσιν οἱ αἱρετικοὶ Μανιχαῖοι, ὅτι ἀπὸ τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἐὰν ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν φύσιν τοῦ Θεοῦ, ὅσαι ψυχαὶ εἶναι ἁμαρτωλαὶ δὲν θὰ ἐκολάζοντο, ἐπειδὴ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παιδεύσῃ ὁ Θεὸς τὴν φύσιν του; Εἶναι δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κτίσμα νοητόν, ὅπως κτίσματα νοητὰ εἶναι οἱ Ἄγγελοι, τοὺς ὁποίους ἔκαμεν ὁ Θεὸς καὶ ζοῦν καὶ κινοῦνται. Ὁμοίαν λοιπὸν μὲ τοὺς Ἀγγέλους ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ζῇ καὶ νὰ κινῆται.
Ἀπ’ αὐτὴν τὴν ψυχὴν ὠνομάσθη ὁ ἄνθρωπος εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους· πρῶτον μὲν ὅτι καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι αὐτεξούσιος, τοιουτοτρόπως εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτεξούσιος. Οὐδεὶς εἶναι ἐξουσιαστὴς τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ οὔτε καὶ τῆς γνώμης τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ Θεὸς ἐξ ἀρχῆς ἄφησε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἐξουσίαν του, καὶ τοῦ εἶπε νὰ λαμβάνῃ ἀπὸ ὅλα τὰ ξύλα τοῦ Παραδείσου, μόνον δὲ ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως νὰ ἀπέχῃ. Ὅμως οὐδεὶς τὸν ἐκράτει καὶ εἰς τοῦτο, διότι ἂν τὸν ἐκράτει τις, δὲν ἤθελεν ὕστερον φάγει ἐξ αὐτοῦ. Ἀλλ’ οὔτε μετὰ ταῦτα ἐξουσίασεν ὁ Θεὸς τὴν γνώμην τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸν ἄφησεν εἰς τὴν ἐξουσίαν του, ἢ τὸ καλὸν νὰ ἀγαπήσῃ ἢ τὸ κακόν. Δεύτερον δὲ ὅτι, καθὼς ἀπὸ τὸν Θεὸν δὲν λείπει τίποτε, ἀλλ’ εἶναι ὅλος τέλειος καὶ πληρέστατος, ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τέλειος.