Ἐὰν σύ, ἄνθρωπε, ὅστις εἶσαι δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ, δὲν συγγωρῇς τὸν ὁμόδουλόν σου Χριστιανόν, πῶς σὺ ζητεῖς ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ Θεὸν συγχώρησιν; Διὰ τοῦτο λέγει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ· «Ἄφες ἀδίκημα τῷ πλησίον σου καὶ τότε δεηθέντος σου, αἱ ἁμαρτίαι σου λυθήσονται» (Σειρ. κη’ 2). Καὶ πάλιν ὁ Κύριος ὁρίζει· «Ἄφετε, καὶ ἀφεθήσεται» (ἐνθ’ ἀνωτέρω). Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι οἵτινες λέγουν, δὲν δυνάμεθα νὰ σωθῶμεν, διότι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι βαρεῖαι;
Θέλεις εὐκολωτέραν ἐντολὴν νὰ σωθῇς; Οὔτε νὰ σκάπτῃς σὲ ἐπιτάσσει, οὔτε νὰ πλέῃς θάλασσαν, οὔτε ὁδὸν νὰ περιπατῇς, οὔτε ἄλλην βαρεῖαν τινὰ παραγγελίαν σὲ προστάσσει νὰ κάμῃς, ἀλλὰ νὰ συγχωρήσῃς τὸ σφάλμα τοῦ ἐχθροῦ σου. Εἰπέ μου, τί κόπος εἶναι αὐτό; Τί μόχθος; Τί στενοχωρία; Ἰδοὺ ἔπταισεν εἷς ἄνθρωπος, ἢ θεληματικῶς, ἢ χωρὶς τὸ θέλημά του, σὲ ἐζημίωσε, σὲ κατεξώδευσε, ἔκαμε τοὺς κυρίους σου καὶ σὲ ἔδειραν· ἢ ἂς εἴπω καὶ τὸ μεγαλύτερον, ἐφόνευσε τὸν υἱόν σου, ἢ τὸν ἀδελφόν σου· τώρα ὅμως ἀναγνωρίζει τὸ σφάλμα του, προσπίπτει, μετανοεῖ, ζητεῖ συγχώρησιν. Δὲν δύναται νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν ζημίαν ποὺ σοῦ ἔκαμε, μόνον μὲ τὸ στόμα σοῦ λέγει, ὅτι ἔπταισε· τὸ λοιπὸν δὲν θὰ τὸν συγχωρήσῃς; Δὲν θὰ τὸν συμπαθήσῃς, δὲν ἀφήνεις τὸ σφάλμα του; Ἐὰν ὁ Χριστός, ὅστις ἦτο Θεός, καὶ ὅμως ἐσυγχώρει τοὺς σταυρωτάς του ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν εὑρισκόμενος, σὺ ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς ὑπάρχων, δὲν συγχωρεῖς τὸ σφάλμα τοῦ ἐχθροῦ σου; Ἀλλὰ πῶς θὰ ὑπάγῃς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ δεηθῇς τοῦ Θεοῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας σου; Πῶς θὰ τὸν παρακαλέσῃς νὰ συγχωρήσῃ τὰ κρίματα καὶ τὰ σφάλματά σου, ἐὰν σὺ δὲν ἀφήσῃς τοῦ ἄλλου τὸ παραμικὸν σφάλμα;
Διὰ τοῦτο, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἂς ἀκούσωμεν τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ καὶ ἂς συγχωρήσωμεν τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων. Ἀρκεῖ ὁ χρόνος καὶ ὁ καιρός, ὅπου εἴχομεν τὸ πεῖσμα καὶ τὴν ἔχθραν· ἀρκεῖ ἡ κακία ἡ πολλή. Ἂς ἴδωμεν καὶ ἂς συλλογισθῶμεν, ὅτι ἐὰν κακοποιήσωμεν τὸν ἐχθρόν μας, τί κέρδος λαμβάνομεν; Ὅταν κάμνωμεν κακὸν εἰς τὸν ὁμόπιστόν μας Χριστιανόν, τὶ καλὸν ἀποκτῶμεν; Ἰδοὺ ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ συγχωρήσωμεν ὁ εἷς τὸν ἄλλον, ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ συγχωρηθῶμεν. Διὰ τοῦτο οὐδεὶς ἂς μὴ μείνῃ ἐχθρευόμενος καὶ ἐχθρεύων. Οὐδεὶς ἂς μὴ φανῇ ἐναντίος τῆς παραγγελίας τοῦ Χριστοῦ.