Ἀλλ’ ὁ μὲν Ἀδάμ, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, οὕτως ἔπαθον διὰ τὴν παρακοήν των. Ὁ δὲ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος, θέλων νὰ ὁδηγήσῃ αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν, τοὺς ἐκάλεσε λέγων· «Ἀδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;». Ἐγνώριζεν ὁ Θεὸς ποῦ εἶναι ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ διὰ νὰ δώσῃ καιρὸν ἀποκρίσεως πρὸς αὐτόν, διὰ τοῦτο τὸν καλεῖ. Ὤ τῆς συμφορᾶς! Πρότερον μὲν κατὰ τὸ δυνατὸν ἔβλεπε καὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἤκουε καὶ τὴν φωνήν του μετὰ πάσης χαρᾶς· τότε δέ, ἐπειδὴ ἦτο παραβάτης, ἀπεκρίθη μετὰ φόβου καὶ εἶπεν· «Ἤκουσα τὴν φωνήν σου περιπατοῦντος ἐν τῷ Παραδείσῳ καὶ ἐκρύβην, διότι εἶμαι γυμνός» (Γεν. γ’ 8-10). Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός· «Πῶς ἐγνώρισες ὅτι εἶσαι γυμνός; Μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ ξύλον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον σοῦ εἶπον νὰ μὴ φάγῃς;». Τί ἔκαμε τότε ὁ Ἀδάμ; Δὲν εἶπεν, ἔσφαλα, Θεέ μου, ἥμαρτον, Ποιητά μου, ἐπλανήθην καὶ παρήκουσα τὸ θέλημά σου, διὰ τοῦτο κλαίω καὶ θρηνῶ καὶ δέομαί σου, δέξου με πάλιν τὸν παρήκοον· ἀλλ’ ἐπέρριψε τὴν εὐθύνην εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἶπεν· «Ἡ γυνή, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδωκες, ἐκείνη μὲ ἐξηπάτησεν». Ἔδειξε δηλαδὴ παρευθύς, ὅτι ἐκεῖνος δὲν πταίει, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ὅστις τοῦ ἔδωκε σύντροφον τὴν Εὔαν. Ἠρώτησε καὶ τὴν γυναῖκα ὁ Θεός, οὔτε ὅμως αὐτὴ εἶπεν, ὅτι ἔσφαλεν, ἀλλ’ ἐπέρριψε τὴν ἀφορμὴν εἰς τὸν ὄφιν, ὅτι ἐκεῖνος τὴν ἐξηπάτησεν (αὐτ. 11-13).
Τότε κατηράσθη ὁ Θεὸς τὸν ὄφιν, καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἐπειδὴ ἐνήργησας τοιαύτην κακίαν, νὰ εἶσαι πλέον κατηραμένος ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς. Ἕως τώρα περιεπάτεις ὀρθὸς εἰς τοὺς πόδας, ὅμως ἀπὸ τώρα νὰ περιπατῇς διὰ τοῦ στήθους καὶ τῆς κοιλίας καὶ γῆν νὰ τρώγῃς καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Καὶ ἔχθραν θὰ βάλω ἀνὰ μέσον σοῦ, καὶ ἀναμέσον τῆς γυναικός, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σας» (Γεν. γ’ 1415). Καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα εἶπεν· «Ἐπειδὴ ἤκουσας τὸν λόγον τοῦ ὄφεως, καὶ παρήκουσας τὴν ἰδικήν μου ἐντολήν, νὰ πλεονάσουν αἱ λύπαι σου, καὶ οἱ ἀναστεναγμοί σου· μὲ λύπας νὰ γεννᾷς τὰ τέκνα σου καὶ δούλη νὰ εἶσαι τοῦ ἀνδρός, καὶ αὐτὸς αὐθέντης σου» (αὐτ. 16). Τότὲ κατηράσθη καὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἐπειδὴ ἔκρινας καλλίτερον τὸν λόγον τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὸν ἰδικόν μου, νὰ εἶναι κατηραμένη ἡ γῆ εἰς τὰ ἔργα σου, μὲ λύπας νὰ τὴν ἐργάζεσαι ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ νὰ μὴ ἀποδίδῃ· ἀκάνθας καὶ τριβόλους νὰ βλαστάνῃ, καὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου νὰ φάγῃς τὸν ἄρτον σου, ἕως νὰ ἐπιστρέψῃς πάλιν εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθης· διότι γῆ εἶσαι, καὶ πάλιν εἰς τὴν γῆν νὰ ὑπάγῃς» (αὐτ. 17-19). Τότε ἐδίωξε παρευθὺς ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον ὁμοῦ μετὰ τῆς γυναικός· καὶ διέταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν νὰ φυλάττουν τὴν θύραν τοῦ Παραδείσου (αὐτ. 23-24).