Ὅμως ὁ διάβολος, ὡς προεκπεσμένος ὅπου ἦτο διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν του, βλέπων ὅτι τοὺς ἐτίμησεν ὁ Θεός, τοὺς ἐφθόνησε, καὶ ἠβουλήθη νὰ τοὺς ἐκβάλῃ ἀπὸ τὸν Παράδεισον. Καὶ αὐτὸς μὲν δὲν ἀπετόλμησε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὸν Ἀδὰμ αὐτοπροσώπως, διὰ νὰ μὴ τὸν γνωρίσῃ ὁ Ἀδὰμ καὶ δὲν κάμῃ τὸ θέλημά του· ἀκούσατε ὅμως ποίαν πονηρίαν μετεχειρίσθη διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν κακόν του σκοπόν. Ὁ ὄφις ἦτο τότε τὸ φρονιμώτερον ἀπὸ ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς, καὶ περιεπάτει ὀρθὸς εἰς τοὺς πόδας του, ὡς τὰ ἄλλα θηρία. Εἰσῆλθε λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ Διάβολος καὶ περιπατῶν ἐπῆγεν εἰς τὸν Παράδεισον. Ἐκεῖ εὗρε τὴν Εὔαν, ἥτις περιήρχετο τὸν τόπον, καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· «Διατί σᾶς εἶπεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ φάγετε ἀπὸ ὅλα τὰ ξύλα τοῦ Παραδείσου;». Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ Εὔα· «Μᾶς ἐπρόσταξεν ἀπὸ μὲν τὰ ἄλλα ξύλα νὰ τρώγωμεν, μόνον δὲ απὸ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως νὰ μὴ φάγωμεν, οὔτε νὰ τὸ πιάσωμεν κἂν μὲ τὰς χεῖρας μας, διότι θέλομεν ἀποθάνει, ἐὰν παραβῶμεν τὸν λόγον του». Ἀπεκρίθη ὁ ὄφις· «Δὲν θέλετε ἀποθάνει· ἀλλὰ γνωρίζων ὁ Θεός, ὅτι εὐθὺς ὡς φάγετε ἀπ’ αὐτό, θέλετε γίνει θεοί, καὶ θέλετε γνωρίσει τὸ καλὸν καὶ τὸ πονηρόν, διὰ τοῦτο σᾶς παρήγγειλε νὰ ἀπέχετε, διὰ νὰ μὴ γίνητε ὡς αὐτόν. Διὰ τοῦτο ἄκουσον ἐμέ, καὶ φάγε σύ, καὶ δὸς καὶ εἰς τὸν ἄνδρα σου νὰ φάγῃ, νὰ ἀνοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοί σας, νὰ γνωρίσητε τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν» (Γεν. γ’ 1-5).
Τότε, ὡς ἤκουσεν ἡ γυναῖκα τοὺς τοιούτους λόγους, ἂν καὶ ἦτο φρονίμη, ἀλλ’ ὅμως ἐγελάσθη πρὸς στιγμήν, καὶ ἀμέσως ἐπῆρεν ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ ξύλου καὶ ἔφαγε, εἶτα ἔδωκε καὶ εἰς τὸν Ἀδάμ. Τότε ἠνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί των, καὶ ἐγνώρισαν, ὅτι ἦσαν γυμνοί. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λέγει, ὅτι τὸ ξύλον ἐκεῖνο ἦτο συκῆ· ἐπειδὴ ἀφοῦ ἐγνώρισαν τὸν ἑαυτόν, των, ἐπῆραν ἀπ’ ἐκείνην φύλλα καὶ ἔρραψαν ἐνδύματα καὶ ἔβαλαν εἰς τὸ σῶμά των· ἵνα ἐκεῖνο ὅπερ τοὺς ἔδειξε τὴν αἰσχύνην, ἐκεῖνο καὶ πάλιν νὰ τὴν σκεπάσῃ (αὐτ. 6-7). Ἀλλ’ ὅμως ἔχει ἄλλην σημασίαν ὁ λόγος, ὡς λέγει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Διότι ποῦ εὗρον ἐκεῖ βελόνας ἢ ράμματα καὶ ἔρραψαν τὰ φύλλα τῆς συκῆς, διὰ νὰ σκεπασθοῦν; Ποῖον δὲ εἶναι τὸ νόημα τῆς Γραφῆς; Ἡ συκῆ εἶναι γλυκεῖα μὲν εἰς τὸν καρπόν, τραχυτάτη δὲ εἰς τὰ φύλλα. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἁμαρτίαν· γλυκεῖα μὲν εἶναι εἰς τὴν ἀρχήν, ὕστερον ὅμως γίνεται πικροτάτη καὶ τραχυτάτη. Οὕτως ἔπαθε καὶ ὁ Ἀδάμ· ὅταν μὲν ἐγεύθη τὸ καρπὸν τοῦ ξύλου τοῦ ἐφάνη γλυκύς, ὅταν ὅμως ἐγνώρισε τὸν ἑαυτόν του, ὅτι εἶναι γυμνὸς ὄχι ἀπὸ ἐνδύματα, διότι οὕτως ἦτο καὶ πρότερον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, τότε τοῦ ἐφάνη πικρὸς καὶ ὑπέρπικρος, ἀπὸ πᾶσαν πικρίαν πικρότερος. Τότε ἀπέκτησε καὶ τὸ σῶμα τοῦτο τὸ τραχὺ καὶ παχύ, ὅπερ πρῶτον εἶχεν ἀθάνατον καὶ λεπτότατον.