Ὁ Πατὴρ δοξολογεῖται, ὁ Υἱὸς συμπροσκυνεῖται, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον συνδοξάζεται ἐν τρισὶ προσώποις καὶ μιᾷ φύσει. Αὐτὸς ἀνυψοῖ τὴν βασιλείαν σου, Αὐτὸς μεγαλύνει τὸ κράτος σου, Αὐτὸς ἔθεσε καὶ ἀγαθὸν λογισμὸν εἰς τὴν καρδίαν σου, νὰ συναθροίσῃς τὴν Ἁγίαν αὐτὴν Σύνοδον. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, γαληνότατε βασιλεῦ, προσκυνοῦντες τὰς διαταγάς σου ἤλθομεν εἰς τοὺς πόδας τῆς βασιλείας σου. Δὲν ἦτο πρέπον, ὦ βασιλεῦ θειότατε, ἡμεῖς οἱ δοῦλοί σου νὰ καθήμεθα ἔμπροσθεν τῆς βασιλείας σου καὶ νὰ συζητῶμεν, πλὴν ἐπειδὴ τὸ ἠθέλησεν ἡ Μεγαλειότης σου, ἀποδεχόμεθα τὸν ὁρισμόν σου. Ἠννοήσαμεν δέ, ὅτι ὁ μισόθεος Ἄρειος προεκάλεσε τὴν τοιαύτην μεταξύ μας σύγχυσιν· διὰ τοῦτο δεόμεθα ὅλοι τῆς βασιλείας σου νὰ σταθῇ καὶ αὐτὸς εἰς τὸ μέσον μας νὰ συζητήσωμεν περὶ τῶν προφητικῶν καὶ ἀποστολικῶν λόγων, νὰ γνωρίσῃς καὶ σύ, βασιλεῦ κράτιστε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πταίστης καὶ βλάσφημος. Καὶ τότε εἰ μὲν θελήσει νὰ ἀφήσῃ τὰς βλασφημίας του καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἔχει καλῶς, ἐὰν δὲ καὶ δὲν θελήσῃ, πρέπον εἶναι νὰ ἀποξενωθῇ τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μὴ βλάψῃ καὶ τὸν ἐπίλοιπον κόσμον».
Εἰς τοὺς λόγους τούτους τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἁγίου Εὐσταθίου ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ λέγει πρὸς τὴν Σύνοδον· «Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος, Ὅσιοι Πατέρες καὶ τιμιώτατοι ἀδελφοί, ἀκούσατε καὶ τοὺς ἰδικούς μου λόγους. Γνωρίζετε πάντες, ὅτι ἐγὼ ἐξ ἀρχῆς ἤμην ἐθνικὸς καὶ πολύθεος· πλὴν ὅταν ἐγνώρισα τὴν ἀληθινὴν Πίστιν τῶν Χριστιανῶν, ἐπέστρεψα καὶ ἐγὼ καὶ ἔγινα Χριστιανός, καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνίκησα τοὺς ἐχθρούς μου καὶ μάλιστα ὄχι μὲ σπάθην ἢ ἀσπίδα ἢ πόλεμον. Ὅμως ὁ διάβολος, ὅστις ἀείποτε φθονεῖ τὸ ἀγαθόν, βλέπων τὴν χαράν μου, τὴν ὁποίαν εἶχον διὰ τὴν χριστιανωσύνην, προεκάλεσε τὴν σύγχυσιν αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ τὸ ἔνθεον ὕψος τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑμῶν, ὅπως φροντίσητε καὶ σεῖς μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ νὰ νικήσητε τοὺς λόγους τοῦ Ἀρείου, διὰ νὰ γίνῃ ὁμόνοια καὶ εἰρήνη εἱς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἀπρεπὲς εἶναι, ἂν ἑγὼ μόνος εἷς ἄνθρωπος ἠγωνίσθην νὰ νικήσω τοὺς ἐχθρούς μου, ἡ δὲ Ἀρχιερωσύνη σας, τόσοι ὅπου εἶσθε, νὰ μὴ φροντίσητε πῶς νὰ νικήσητε τὸν ἐχθρὸν τοῦ Χριστοῦ. Πλὴν οὔτε μὲ ἔχθραν, οὔτε μὲ φιλονικίαν νὰ εἶναι ἡ συνδιάλεξίς σας, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ταπεινολογίαν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι δὲν μάχεσθε δι’ ὑλικὰ πράγματα ὥστε νὰ φιλονικῆτε μεταξύ σας, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διὰ νὰ ἀκούουν οἱ πάντες.