Ἢ μήπως τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον τὸ παρέδωκεν ὁ Κύριος δι’ αὐτὸν τὸν σκοπόν, διὰ νὰ ὀμνύωμεν ἡμεῖς ψεύματα ἢ ἀλήθειαν; Ὄχι βεβαίως, ἀλλὰ τὸ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς διὰ νὰ μανθάνωμεν τί πρέπει νὰ κάμνωμεν, ἐὰν θέλωμεν νὰ σωθῶμεν. Ἄνοιξε λοιπὸν αὐτὴν τὴν βίβλον σὺ ὅστις τὴν βαστᾷς καὶ ὁρκίζεσαι ἐπ’ αὐτῆς, νὰ ἴδῃς τί λέγει περὶ τοῦ ὅρκου ὁ Χριστός. Σοῦ λέγει νὰ ὁρκισθῇς ποτὲ ψεύματα ἢ ἀλήθειαν; Ὄχι, δὲν λέγει τοιοῦτον τι, ἀλλὰ μάλιστα λέγει, ὅτι κόλασιν τῆς ψυχῆς του ἔχει ἐκεῖνος ὅστις ὁρκίζεται καθὼς καὶ ἐκεῖνος ὅστις βάλλει ἄλλον νὰ ὁρκισθῇ.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν λέγει εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον νὰ ὁρκίζεσαι, ἀλλὰ μάλιστα ρητῶς ἀπαγορεύει τοῦτο, πῶς σὺ τολμᾶς νὰ τὸ κρατῇς μὲ τὰς χεῖρας σου καὶ νὰ ὁρκίζεσαι καὶ δὴ ἐπ’ αὐτοῦ; Δὲν φοβεῖσαι τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ; Δὲν γνωρίζεις, ὅτι ἂν καὶ ἀπὸ τὸν ἐχθρόν σου διαφύγῃς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν δὲν διαφεύγεις; Δὲν σκέπτεσαι ὅτι καὶ ἐὰν ἀπὸ χρέος πρόσκαιρον διαφύγῃς, ὅμως ἐκεῖ ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν δὲν διαφεύγεις; Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἀκούσατε τοὺς λόγους μου, καὶ ὄχι τοὺς ἰδικούς μου, ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ οὔτε σεῖς νὰ ὁρκίζεσθε, οὔτε ἄλλον νὰ βάλλετε νὰ ὁρκισθῇ, διότι μέγαν κανόνα καὶ βάρος τῆς ψυχῆς των ἔχουσιν οἱ τοιοῦτοι. Ὄχι δὲ μόνον ἀπὸ τοὺς ὅρκους δικαίους ἢ ἀδίκους νὰ ἀπέχωμεν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἁμαρτίαν τὴν ὁποίαν μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Μόνον δὲ ὅσα ἀρέσουν εἱς τὸν Θεὸν ταῦτα ἂς πράττωμεν ἀείποτε, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἵνα ἀξιωθῶμεν καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν, ἐν Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν, δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν. Ἀμήν.