Σελίδα 18 από 21
Παρήγγειλε λοιπὸν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον τὸν τότε Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι νὰ δεχθῇ τὸν Ἄρειον καὶ νὰ τὸν κάμῃ πρωτοπαπᾶν τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσῃ καὶ διδάσκαλον εἰς τὸ διδασκαλεῖον τῆς Πόλεως. Ἰδὼν δὲ αὐτὸς ὅτι ὁ βασιλεὺς τοῦ παραγγέλλει οὕτως, ἐπῆγε καὶ λέγει πρὸς τὸν βασιλέα· «Κράτιστε βασιλεῦ, πῶς μεταβάλλετε γνώμην τοιουτοτρόπως; Ὁ Ἄρειος εἶναι ὅλως φανερὸν δοχεῖον τοῦ διαβόλου καὶ σὺ τὸν δέχεσαι καὶ προστάζεις καὶ ἐμὲ νὰ τὸν δεχθῶ; Δὲν δύναμαι ἐγὼ νὰ δεχθῶ ἕνα, τὸν ὁποῖον ἀνεθεμάτισαν τόσοι θεοφόροι Πατέρες. Ἐὰν ὅμως μετανοῇ, ἂς εἶναι συμπαθημένος· πλὴν τώρα πλέον δὲν εἶναι δυνατὸν δὶς καθῃρημένος ἱερεὺς νὰ λειτουργήσῃ, ἀλλὰ πρέπει νὰ παραμένῃ τοῦ λοιποῦ ὡς ἁπλοῦς λαϊκός».
Ὁ βασιλεὺς ὅμως ἐπέμενεν εἰς τὴν γνώμην του καὶ λέγει εἰς τὸν Πατριάρχην· «Πρόσεχε καλῶς, διότι ἐγὼ θέλω συνάξει καὶ ἐκ δευτέρου τοὺς Ἀρχιερεῖς, καθὼς καὶ ὁ πατήρ μου, διὰ νὰ ἐπανεξετάσουν τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν καὶ τότε θὰ δεχθῇς παρὰ τὴν θέλησίν σου». Ὁ Πατριάρχης ἀπεκρίθη· «Καὶ τὴν Σύνοδον ἐὰν προσκαλέσῃς, ὦ βασιλεῦ, ἐλπίζω εἰς τὸν Θεόν, ὅτι ὡς ἐγὼ λέγω, δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήσῃ. Αὐτὸ θέλουν εἴπει καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Συνόδου ἐκείνης. Πλὴν τώρα καλῶς γνώριζε, ὅτι ἐγὼ δὲν συλλειτουργῶ μὲ αὐτὸν τὸν παράνομον, καὶ πρᾶξε ὅπως ἐπιθυμεῖς ἐγὼ δὲν παραβαίνω τὸν νόμον». Ταῦτα εἶπεν ὁ Πατριάρχης Ἀλέξανδρος καὶ ἀμέσως ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ βασιλεὺς ἔχων τὸν πνευματικὸν ἐκεῖνον καὶ τὸν Εὐσέβιον τὸν Νικομηδείας, οἵτινες τὸν παρεκίνουν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸν Ἄρειον, ἀπέστειλε γραπτὴν διαταγὴν προστάζων, ὅτι ὅστις Ἀρχιερεὺς θελήσῃ νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν Ἄρειον, νὰ παραμένῃ εἰς τὸν θρόνον του, ὅστις δὲ δὲν δεχθῇ, νὰ εἶναι ἀπόβλητος τοῦ θρόνου του. Παρήγγειλε δὲ καὶ εἰς τὸν Πατριάρχην τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἀλέξανδρον, ὅτι ἐὰν μὲν θελήσῃ τὴν ἑπομένην νὰ συλλειτουργήσῃ μὲ τὸν Ἄρειον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ Ἀρχιερεῖς, τὸν Εὐσέβιον δηλαδὴ καὶ τοὺς ὁμοίους του, ἔχει καλῶς· εἰ δι’ ἄλλως, νὰ εἶναι ἐξωρισμένος τοῦ θρόνου του.
Ἰδὼν τότε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὅτι εὑρίσκεται εἰς δυσχερῆ θέσιν, τὸν ἄφησεν εἰς τὸν Θεόν. Κατὰ δὲ τὴν νύκτα ἐκείνην ἐπῆγεν ἐντὸς τοῦ Βήματος τῆς Ἐκκλησίας του καὶ μετὰ δακρύων παρεκάλει τὸν Θεόν, ὅτι εἰ μὲν εἶναι καλὸς ὁ Ἄρειος καὶ ἄξιος νὰ λειτουργήσῃ νὰ ἀποκαλύψῃ τοῦτο εἰς αὐτόν εἰ δὲ μή, νὰ ἐξαφανίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς, ἵνα μὴ βλάπτῃ τοὺς Χριστιανούς.
Ὑποσημειώσεις
[1] Τοῦτο συνέβη περί τὸ ἔτος 296. Ὑπῆρξε δὲ ἀρχηγὸς τῆς ἐπαναστάσεως ἐκείνης Ἀχιλλεύς τις, ὅστις καὶ ἀνεκήρυξεν ἑαυτὸν βασιλέα. Ἡ στάσις αὕτη ἐστοίχισε πολὺ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὴν ὁποίαν ὁ Διοκλητιανὸς παρέδωσεν εἰς τὸ πῦρ, τοὺς δὲ κατοίκους αὐτῆς κατέσφαξε. Περὶ τῆς σφαγῆς ταύτης διηγούμενος ὁ Μαλάλας (Ϛʹ αἰὼν) λέγει τὰ ἑξῆς: «Παραλαβὼν δὲ Ἀλεξάνδρειαν (ὁ Διοκλητιανὸς) ἐνέπρησεν αὐτήν· εἰσῆλθε δὲ ἐν αὐτῇ ἔφιππος, τοῦ ἵππου αὐτοῦ περιπατοῦντος ἐπάνω τῶν λειψάνων. Ἦν δὲ κελεύσας τῷ ἐξπεδίτῳ (εἶχε δώσει διαταγὴν εἰς τὸ στράτευμα αὐτοῦ) μὴ φείσασθαι τοῦ φονεύειν, ἕως οὗ ἀνέλθῃ τὰ αἵματα τῶν σφαζομένων ἕως τὸ γόνυ τοῦ ἵππου, οὗ ἐκάθητο» (ἔκδοσις Βόννης, σελ. 309).
[2] Τὰ περί τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου βλέπε ἐκτενέστερον ἐν τῷ κατὰ πλάτος Βίῳ αὐτοῦ, ὡς παραθέτομεν τοῦτον ἱστορικῶς ἐνημερωμένον ἐν τῷ Εʹ τόμῳ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Μαΐου καʹ (21ην).
[3] Περί τῶν ὑπὸ τῆς Ἁγίας Αʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νομοθετηθέντων περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὡς καὶ περὶ τοῦ πῶς τοῦτο ἑωρτάζετο τὸ πάλαι βλέπε εἰς τὴν σημείωσιν τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα σελ. 65-71 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.
[4] Ὁ θεῖος Ἀλέξανδρος διαδεχθείς τὸν μακάριον Μητροφάνην, προέστη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως (κατὰ Ζ. Ν. Μαθᾶν) ἔτη 13 (330-343). Ἡ μνήμη αὐτοῦ τελεῖται κατὰ τὴν λʹ (30ὴν) Αὐγούστου (βλέπε ἐν τόμῳ Ηʹ).
[5] Παῦλος ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης διεδέχθη τὸν ἀοίδιμον Ἀλέξανδρον (κατὰ Ζ. Ν. Μαθᾶν), ἐν ἔτει 343, ἡ πατριαρχεία ὅμως αὐτοῦ ὑπῆρξε πλήρης δραματικῶν ἐπεισοδίων. Καὶ ἐν πρώτοις ἐξωσθείς μετά τινας μῆνας ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίου ἀντικατεστάθη ὑπὸ τοῦ ἀρειανόφρονος Εὐσεβίου τοῦ Νικομηδείας. Τούτου δὲ ἀποθανόντος ἐν ἔτει 345 ἀποκατεστάθη ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ὁ Παῦλος, ἀλλὰ συγχρόνως οἱ Ἀρειανοὶ ἐχειροτόνησαν τὸν Μακεδόνιον τὸν πνευματομάχον. Ἡ ἐπακολουθήσασα διαμάχη ὑπῆρξε δεινή. Ὁ Κωνστάντιος ἐδίωκε καὶ ἐξώριζε τὸν Παῦλον, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι διὰ Συνόδων ἀποκαθίστων αὐτόν. Τέλος ἐν ἔτει 347 ἀπαγόμενος εἰς ἐξορίαν ἀπεπνίγη καθ’ ὁδὸν ἐντολῇ τοῦ Αὐτοκράτορος. Ἡ μνήμη αὐτοῦ τελεῖται τῇ ϛʹ (6ῃ) Νοεμβρίου (βλέπε ἐν τόμῳ ΙΑʹ).
[6] Ἡ τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου πατριαρχεία ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὑπῆρξεν ἔτι πλέον δυσχερεστέρα ἐκταθεῖσα εἰς μῆκος χρόνων ὁλοκλήρων τεσσαράκοντα πέντε (328-373). Ἡ μνήμη αὐτοῦ τελεῖται τὴν ιηʹ (18ην) Ἰανουαρίου (βλέπε ἐν τόμῳ Αʹ).
[7] Περί τοῦ Ἁγίου τούτου Μητροφάνους βλέπε ἐν τῇ ἡμερομηνίᾳ ταύτῃ ἐν τόμῳ Ϛʹ.