Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔχων τὴν παραγγελίαν τοῦ πατρός του νὰ προστατεύῃ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυναστευομένους, ἐξ ἄλλου δέ, διότι τὸν ἐζήτουν καὶ οἱ Ρωμαῖοι νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ, συνήθροισε στρατεύματα νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ρώμην διὰ νὰ ἐξοντώσῃ τὸν Μαξέντιον. Ἐπῆγε λοιπὸν καὶ τὴν μὲν πρώτην ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔγινεν ὁ πόλεμος ἐνικήθη ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ ὑπεχώρησε. Κατὰ τὴν νύκτα ὅμως ἐκείνην εἶδεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐξ ἀστέρων συντεθειμένον, ἐσχηματίζοντο δὲ πέριξ τοῦ Σταυροῦ καὶ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔλεγον: «Κωνσταντῖνε, ἐν τούτῳ νίκα». Τότε ἐπίστευσε, πλέον ὁλοψύχως εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ προσέταξε νὰ κατασκευάσουν Σταυρὸν ἀργυροῦν καὶ νὰ τὸν θέσουν εἰς κοντάριον, ὥστε τὴν ἑπομένην ἀρχομένου τοῦ πολέμου ὁ Σταυρὸς οὗτος νὰ προπορεύηται τῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ μαχομένων στρατευμάτων του. Ὁ δὲ βασιλεὺς Μαξέντιος ἐλπίζων ὅτι θέλει νικήσει τὸν Κωνσταντῖνον ὡς καὶ τὴν πρώτην φοράν, κατεσκεύασε γέφυραν ἀδύνατον εἰς τὸν Τίβεριν ποταμὸν τῆς Ρώμης, πλησίον εἰς ἄλλην γέφυραν ὀνομαζομένην Μυλβίαν, ὥστε ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ἴδῃ ὅτι νικᾶται καὶ θελήσῃ νᾲ φύγῃ ἐκ δευτέρου, νὰ τὸν ἀποκλείσῃ εἰς ἐκείνην τὴν γέφυραν καὶ ὡς κάμῃ νὰ διέλθῃ ἐκεῖθεν μὲ τὸ στράτευμά του νὰ κρημνισθῇ ἡ γέφυρα καὶ νὰ πνιγῇ ἐντὸς τοῦ ποταμοῦ.
Ὁ μεγαλοδύναμος ὅμως Θεός, ὁ ἀποδίδων τὸ κακὸν εἰς ἐκεῖνον ὅστις τὸ πράττει, τί ᾠκονόμησεν; Τὴν δευτέραν φορὰν μεθ’ ἱκανὰς ἡμέρας, ὅτε συνεκρούσθησαν εἰς τὸν πόλεμον, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐνικήθη τὸ στράτευμα τοῦ Μαξεντίου. Τόσος δὲ φόβος κατέλαβε τὸν Μαξέντιον, ὥστε ὥρμησε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν γέφυραν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶχε κατασκευάσει ὁ ἴδιος καὶ ὄχι μόνον αὐτὸς ὥρμησε νὰ φύγῃ ἐκεῖθεν, ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τὸ στράτευμα αὐτοῦ. Παρευθὺς ὅμως ἐκρημνίσθη ἡ γέφυρα ἐκείνη καὶ ἐπνίγη ὁ ἀσεβέστατος βασιλεύς. Τὸ θαῦμα τοῦτο ἰδὼν ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος ἐδόξασε τὸν Θεόν. Ἀλλ’ ἵνα μὴ διηγούμενοι τὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ πολυλογοῦντες ἐξέλθωμεν ἀπὸ τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἑορτῆς μας, ἂς συντάμωμεν τὸν λόγον [2]. Τέλος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε Χριστιανὸς καὶ ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Ρώμην ἀγαπώμενος ὑφ’ ὅλου τοῦ κόσμου, εὐθὺς δὲ διέταξεν ὅλοι οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ νὰ κλείωνται, οἱ δὲ Χριστιανικοὶ νὰ ἀνοίγωνται.