καὶ τὸ μὲν θηρίον ἐπετίμησε, καὶ παρευθὺς ἔπεσε τοῦτο ἔμπροσθέν της καὶ ἀπέθανε, τοῦ δὲ θυρωροῦ ἀλείψασα τὰς πληγὰς μὲ ἅγιον ἔλαιον καὶ ἐπικαλεσαμένη τὸν Δεσπότην Χριστόν, ἰάτρευσεν αὐτὸν πάραυτα. Τὸ θαῦμα τοῦτο δὲν ἤθελεν ἡ μακαρία νὰ γνωρίζῃ τις, ἀλλὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κρυβῇ τὸ γενόμενον. Ὅθεν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ἰδόντες τοῦτο ἐβόων μὲ εὐχαριστίας διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τοῦ ἀδελφοῦ ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὰς θανασίμους πληγάς.
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Προεστώς, μαθὼν δὲ καὶ τὴν ἀποστολήν, λέγει πρὸς τὴν Ἁγίαν· «Ἀδελφὲ Θεόδωρε, εἰπέ μοι ποῖος σὲ ἔστειλε νὰ ὑπάγῃς νὰ πέσῃς εἰς τοιοῦτον φανερὸν κίνδυνον, εἰς ἔρημον τόπον καὶ εἰς καιρὸν νυκτός;». Στοχασθῆτε τώρα, ἀδελφοί, ψυχὴν ὄντως διὰ τὸν Παράδεισον! Εἰς τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἡγουμένου ἀπεκρίθη ἡ Ὁσία· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, τῷ δούλῳ σου, διότι τὴν ὥραν ἐκείνην εὑρισκόμην βεβυθισμένος εἰς ὕπνον ψυχικὸν καὶ σωματικόν, καὶ δὲν δύναμαι τώρα οὔτε νὰ ἐνθυμηθῶ, ἀλλ’ οὔτε νὰ ἀποκριθῶ». Ὅθεν μὲ τοιαύτην πρόφασιν ἀπέφυγε καὶ τὴν κενοδοξίαν, καὶ δὲν ἐφανέρωσεν ἐκείνους οἵτινες τὴν ἐπεβουλεύθησαν. Ταῦτα βλέπων ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας ἔτριζε τοὺς ὀδόντας ἐναντίον τῆς Ἁγίας· καὶ ὄχι πλέον μὲ κρυφίας ἐπιβουλάς, ἀλλὰ καὶ φανερὰ ἤρχισεν ὁ μιαρὸς νὰ τὴν φοβερίζῃ, ὅτι δὲν θὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ ἡσυχάσῃ, ἐὰν δὲν τὴν καταστήσῃ παίγνιον εἰς ἐκείνους οἵτινες τώρα τὴν εὐλαβοῦνται.
Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἐτελείωσε τὸ σιτάρι τοῦ Μοναστηρίου, καὶ ὁ Ἡγούμενος ἐπρόσταξε τὴν Ἁγίαν νὰ πάρῃ τὰς καμήλους καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ νὰ ἀγοράσῃ σιτάρι· παρήγγειλε δὲ εἰς αὐτήν, ὅτι ἀνίσως καὶ δὲν προφθάσῃ νὰ ἔλθῃ τὴν ἡμέραν, νὰ μείνῃ τὸ ἑσπέρας εἰς τι Μονύδριον ὀνομαζόμενον τοῦ Ἐνάτου [2] νὰ ἀναπαύσῃ ἐκεῖ τὰς καμήλους καὶ τὸν ἑαυτόν του. Ἀφοῦ ἐξετέλεσε τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην ἡ Ὁσία, κατὰ τὴν ἐπιστροφήν, ἐπειδὴ ἔφθασεν εἰς τὸ Μονύδριον βασίλευμα ἡλίου, ἔμεινε κατὰ τὴν παραγγελίαν τοῦ Προεστῶτος ἐκεῖ τὴν νύκτα ἐκείνην πλησίον εἰς τοὺς πόδας τῶν καμήλων κοιμηθεῖσα. Καὶ τότε ἔκαμεν ἀρχὴν νὰ τὴν πολεμήσῃ ὁ Σατανᾶς μὲ τοιοῦτον τρόπον.
Εἰς τὸ Μονύδριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἔμεινεν ἡ Ἁγία, εὑρίσκετο μία κόρη, ἥτις εἶχε συγγένειαν μέ τινας ἐκεῖ ἐφησυχάζοντας· αὐτὴν δὲ τὴν κόρην παρεκίνησεν ὁ διάβολος νὰ πέσῃ εἰς ἔρωτα τῆς Ὁσίας, νομίζουσα ὅτι εἶναι ἀνήρ. Ὅθεν ἐπῆγε χωρὶς καμμίαν ἐντροπὴν καὶ ἐπλάγιασεν ἐκεῖ ὅπου ἀνεπαύετο ἡ Ἁγία, καὶ τὴν ἐβίαζεν εἰς τὴν αἰσχρὰν πρᾶξιν τῆς ἁμαρτίας.