Τῇ ΙΑ’ (11ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΘΕΟΔΩΡΑΣ τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ.

Ἡ δὲ Θεοδώρα πάλιν μετὰ δακρύων ἐζήτει νὰ φέρωσι τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ φέροντες αὐτό, εὐθὺς ὡς ἤνοιξαν τοῦτο εὗρε τὸ «Ὃ γέγραψα γέγραψα», τὸ ὁποῖον τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὴν λύπην της νὰ γίνῃ παρ’ ὀλίγον ἔξω φρενῶν. Τότε ἔκλαιε καὶ ὠδύρετο, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας της διεσπάραττε τὸ πρόσωπόν της καὶ μὲ θλιβερὰς φωνὰς ἐβόα λέγουσα· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὴν παναθλίαν, πῶς ἐτόλμησα ἡ πάντολμος καὶ ἠτίμασα τὴν κοίτην τοῦ ἀνδρός μου».

Μὲ τοιαύτας λοιπὸν φωνὰς καὶ πλῆθος δακρύων ἔκρινε τὸν ἑαυτόν της, ὅτι δὲν εἶναι πλέον ἀξία μήτε τὸν οὐρανὸν νὰ βλέπῃ, μήτε τὸ φῶς, μήτε τὸν ἀέρα, διὰ τὸ ἀνόμημα τὸ ὁποῖον ἔκαμεν· ὅθεν δὲν ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ ἄλλον τρόπον, ἀπὸ τοῦ νὰ ἀφήσῃ τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ τελείως, νὰ λάβῃ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν, καὶ οὕτως ἀμερίμνως νὰ δοθῇ εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς μετανοίας. Ὅμως γνωρίζουσα ὅτι θέλει τὴν ζητήσει κατόπιν ὁ ἄνδρας της ἐπιμελῶς, ἐφόρεσεν ἀνδρικὴν στολήν, καὶ μετέβη εἰς ἕνα Κοινόβιον ἀνδρῶν δέκα ὀκτὼ σημεῖα μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας διὰ νὰ μονάσῃ ἐκεῖ. Φθάσασα εἰς τὸ Κοινόβιον παρεκάλει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ τὴν δεχθῶσιν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐπειδὴ ἔχει ἀπόφασιν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ ἀδελφοὶ ἀπεκρίθησαν, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν δεχθῶσιν εὐθύς, ἀλλὰ πρότερον νὰ μείνῃ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ἔξω τοῦ Μοναστηρίου ἀσκεπής, διὰ νὰ δοκιμασθῇ μὲ τὴν ὑπομονήν, καὶ τότε νὰ τὸν δεχθῶσιν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ταῦτα ἀκούσασα ἡ Θεοδώρα παρ’ ὅλον ὅτι διὰ τὴν ἐρημίαν τοῦ τόπου ἐγνώριζεν ὅτι δὲν ἀπολείπουν ἀπ’ ἐκεῖ θηρία, ὅμως ἐδέχθη τὸ πρᾶγμα μετὰ χαρᾶς, καὶ ἔμεινε καθ’ ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα ἔξω τῆς θύρας τοῦ Μοναστηρίου. Ὁ δὲ Θεός, ὅστις ἐφύλαξε τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τοὺς λέοντας, ἐφύλαξε καὶ τότε τὴν δούλην του ἀπὸ τὰ θηρία ἀβλαβῆ.

Τὴν ἑπομένην ἰδόντες οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς τὴν μετὰ προθυμίας ὑποταγὴν καὶ ὑπομονὴν τῆς Ὁσίας, τὴν ἐδέχθησαν ὡς ἄνδρα φιλοφρόνως εἰς τὴν συνοδίαν των. Ὁ δὲ τῆς Μονῆς προεστὼς τὴν ἐπῆρεν εἰς ἕνα μέρος κατὰ μόνας καὶ τὴν ἐξήτασεν ἀκριβῶς λέγων· «Πῶς ὀνομάζεσαι καὶ διὰ ποῖον λόγον θέλεις νὰ ἀφήσῃς τὸν κόσμον καὶ νὰ γίνης Μοναχός; μήπως καὶ εἶναι ἀπὸ μεγάλην τινὰ ἀνάγκην;». Λέγει ἡ μακαρία· «Ἄλλη ἀνάγκη δὲν μὲ ἠνάγκασε, πάτερ, νὰ γίνω Μοναχός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πόθον μου νὰ ἐγκαταλείψω τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου, καὶ νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν νὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας μου· τὸ δὲ ὄνομά μου εἶναι Θεόδωρος δοῦλος τῆς ἁγιωσύνης σου».


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας γράφεται εἰς τὸν «Παράδεισον τῶν Πατέρων» ὅτι εἶπε τὸ ἀξιόλογον τοῦτο ἀπόφθεγμα, ἤτοι ὅτι δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπον οὔτε ἡ ἄσκησις οὔτε ἡ ἀγρυπνία οὔτε κανεὶς ἄλλος κόπος, παρὰ μόνον ἡ γνησία ταπεινοφροσύνη. Ἦτο, ἔλεγεν, εἷς Ἀναχωρητής, ὅστις ἐδίωκε δαιμόνια· ἠρώτησε δέ ποτε ταῦτα μὲ ποίαν ἀρετὴν ἐξέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω λέγων· «Μὲ τὴν νηστείαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο τὰ δαιμόνια· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν τρώγομεν, οὔτε πίνομεν». «Μὲ τὴν ἀγρυπνίαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν κοιμώμεθα». «Μὲ τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν ἐξέρχεσθε;». Ἐκεῖνα δὲ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς εἰς τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν εὑρισκόμεθα». Λέγει εἰς αὐτά· «Μὲ ποίαν, λοιπόν, ἀρετὴν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίθησαν· «Ἡμᾶς καμμία ἀρετὴ δὲν νικᾷ, εἰμὴ ἡ ταπεινοφροσύνη· διότι αὕτη εἶναι ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων». Ἔλεγε πάλιν ἡ Ἁγία· «Ἦτο εἷς Μοναχὸς καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον ἐν τῷ κελλίῳ του· ἀπὸ τὸ πλῆθος δὲ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους ἐπροξένει εἰς αὐτὸν ὁ διάβολος, ἀποκαμών, εἶπεν· «Ἂς φύγω ἀπὸ ἐδῶ διὰ νὰ σωθῶ». Ὅταν δὲ ἡτοίμαζε τὰ ὑποδήματά του διὰ νὰ φύγῃ, βλέπει ἄλλον ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἔβαλλε καὶ ἐκεῖνος τὰ ὑποδήματά του (οὗτος ἦτο ὁ διάβολος) καὶ λέγει εἰς τὸν Μοναχόν· «Σὺ φεύγεις ἀπὸ ἐδῶ ἐξ αἰτίας μου; ἀλλ’ ἰδοὺ ὅτι καὶ ἐγὼ προλαμβάνω καὶ ἑτοιμάζομαι νὰ ὑπάγω ἔμπροσθέν σου, ὅπου σὺ ὑπάγεις». (Βλέπε περὶ τούτων ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ἐκδόσει τοῦ «Εὐεργετινοῦ»).

[2] Οὕτως ὠνομάζετο τὸ Μοναστήριον, διότι εὑρίσκετο παρὰ τὸ ἔνατον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας. Σημεῖα δὲ ὠνομάζοντο ὡρισμένα σημάδια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐσημείωναν τότε τὰς ἀποστάσεις τῶν ὁδῶν πρὸς πληροφορίαν τῶν ὁδοιπόρων, ὅπως γίνεται σήμερον μὲ τοὺς δείκτας τῶν χιλιομετρικῶν ἀποστάσεων.

[3] Ἐλέγετο δὲ τοῦτο Ὀκτωκαιδεκάτου, διότι εὑρίσκετο εἰς τὸ δέκατον ὄγδοον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας.