Ἡ δὲ Θεοδώρα πάλιν μετὰ δακρύων ἐζήτει νὰ φέρωσι τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ φέροντες αὐτό, εὐθὺς ὡς ἤνοιξαν τοῦτο εὗρε τὸ «Ὃ γέγραψα γέγραψα», τὸ ὁποῖον τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὴν λύπην της νὰ γίνῃ παρ’ ὀλίγον ἔξω φρενῶν. Τότε ἔκλαιε καὶ ὠδύρετο, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας της διεσπάραττε τὸ πρόσωπόν της καὶ μὲ θλιβερὰς φωνὰς ἐβόα λέγουσα· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὴν παναθλίαν, πῶς ἐτόλμησα ἡ πάντολμος καὶ ἠτίμασα τὴν κοίτην τοῦ ἀνδρός μου».
Μὲ τοιαύτας λοιπὸν φωνὰς καὶ πλῆθος δακρύων ἔκρινε τὸν ἑαυτόν της, ὅτι δὲν εἶναι πλέον ἀξία μήτε τὸν οὐρανὸν νὰ βλέπῃ, μήτε τὸ φῶς, μήτε τὸν ἀέρα, διὰ τὸ ἀνόμημα τὸ ὁποῖον ἔκαμεν· ὅθεν δὲν ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ ἄλλον τρόπον, ἀπὸ τοῦ νὰ ἀφήσῃ τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ τελείως, νὰ λάβῃ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν, καὶ οὕτως ἀμερίμνως νὰ δοθῇ εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς μετανοίας. Ὅμως γνωρίζουσα ὅτι θέλει τὴν ζητήσει κατόπιν ὁ ἄνδρας της ἐπιμελῶς, ἐφόρεσεν ἀνδρικὴν στολήν, καὶ μετέβη εἰς ἕνα Κοινόβιον ἀνδρῶν δέκα ὀκτὼ σημεῖα μακρὰν ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας διὰ νὰ μονάσῃ ἐκεῖ. Φθάσασα εἰς τὸ Κοινόβιον παρεκάλει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ τὴν δεχθῶσιν εἰς τὸ Μοναστήριον, ἐπειδὴ ἔχει ἀπόφασιν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ἐκεῖνοι δὲ οἱ ἀδελφοὶ ἀπεκρίθησαν, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν δεχθῶσιν εὐθύς, ἀλλὰ πρότερον νὰ μείνῃ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ἔξω τοῦ Μοναστηρίου ἀσκεπής, διὰ νὰ δοκιμασθῇ μὲ τὴν ὑπομονήν, καὶ τότε νὰ τὸν δεχθῶσιν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ταῦτα ἀκούσασα ἡ Θεοδώρα παρ’ ὅλον ὅτι διὰ τὴν ἐρημίαν τοῦ τόπου ἐγνώριζεν ὅτι δὲν ἀπολείπουν ἀπ’ ἐκεῖ θηρία, ὅμως ἐδέχθη τὸ πρᾶγμα μετὰ χαρᾶς, καὶ ἔμεινε καθ’ ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα ἔξω τῆς θύρας τοῦ Μοναστηρίου. Ὁ δὲ Θεός, ὅστις ἐφύλαξε τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τοὺς λέοντας, ἐφύλαξε καὶ τότε τὴν δούλην του ἀπὸ τὰ θηρία ἀβλαβῆ.
Τὴν ἑπομένην ἰδόντες οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς τὴν μετὰ προθυμίας ὑποταγὴν καὶ ὑπομονὴν τῆς Ὁσίας, τὴν ἐδέχθησαν ὡς ἄνδρα φιλοφρόνως εἰς τὴν συνοδίαν των. Ὁ δὲ τῆς Μονῆς προεστὼς τὴν ἐπῆρεν εἰς ἕνα μέρος κατὰ μόνας καὶ τὴν ἐξήτασεν ἀκριβῶς λέγων· «Πῶς ὀνομάζεσαι καὶ διὰ ποῖον λόγον θέλεις νὰ ἀφήσῃς τὸν κόσμον καὶ νὰ γίνης Μοναχός; μήπως καὶ εἶναι ἀπὸ μεγάλην τινὰ ἀνάγκην;». Λέγει ἡ μακαρία· «Ἄλλη ἀνάγκη δὲν μὲ ἠνάγκασε, πάτερ, νὰ γίνω Μοναχός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πόθον μου νὰ ἐγκαταλείψω τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου, καὶ νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν νὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας μου· τὸ δὲ ὄνομά μου εἶναι Θεόδωρος δοῦλος τῆς ἁγιωσύνης σου».