Τῇ ΙΑ’ (11ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΘΕΟΔΩΡΑΣ τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ.

Ἡ δὲ μακαρία Θεοδώρα, ἐδόθη εἰς μεγαλυτέρους ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, καὶ ἡμέραν παρ’ ἡμέραν ἤναπτεν ἡ καρδία της εἰς τὸν θεῖον ἔρωτα. Καὶ πρῶτον ἔτρωγε μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν ἄρτον καὶ ὕδωρ· κατόπιν εἰς δύο ἡμέρας, αὐξάνουσα καὶ τοὺς κόπους εἰς τὰς ὑπηρεσίας τῆς Μονῆς. Ἔπειτα ἔβαλε μεσίτας εἰς τὸν Προεστῶτα νὰ τὴν συγχωρήσῃ νὰ τρώγῃ μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα· καὶ ἀφοῦ ἔλαβεν εἰς τοῦτον τὴν ἄδειαν, ἐζήτησε καὶ δεύτερον θέλημα, νὰ φορῇ κατάσαρκα τρίχηνα ράσα, διὰ νὰ παιδεύῃ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖον τὴν ἔκαμε νὰ ἐκπέσῃ ἀπὸ τὴν πρώτην της σωφροσύνην.

Ὢ μακαρία τῆς ὄντως μακαρίας Θεοδώρας διάθεσις! Μὲ τοσαύτην ἐγκράτειαν, μὲ τοσούτους ἀγῶνας, μὲ τοσαύτην καρτερίαν εἰς τοὺς κόπους τῆς μετανοίας, δὲν ἔπαυε πάλιν ὁ πόνος τῆς καρδίας της, δι᾽ ἐκεῖνο τὸ σφάλμα τὸ ὁποῖον ἔκαμεν, ἀλλὰ πάντοτε τὸ ἐνεθυμεῖτο καὶ πάντοτε ἔκλαιε· καὶ εἶχε δίκαιον θυμὸν ἡ ἀείμνηστος, νὰ κάμῃ ἐκδίκησιν κατὰ τοῦ διαβόλου, νὰ πληγώσῃ μὲ πολλὰς καὶ ἰσχυρὰς πληγὰς ἐκεῖνον, ὅστις τὴν ἐπλήγωσε μίαν φοράν. Ὁ δὲ μισθαποδότης Θεός, ὄχι μόνον συνεχώρησε τὸ ἁμάρτημα, διὰ τὴν μετάνοιάν της, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς ἀρετάς της τὴν ἐχαρίτωσε καὶ τὴν ἐνίσχυσε νὰ κάμῃ καὶ θαύματα, καὶ ἀκούσατε.

Πλησίον τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου εἶναι λίμνη μεγάλη, εἰς τὴν ὁποίαν κατῴκησε κροκόδειλος μέγας καὶ φοβερὸς καὶ ἔτρωγε καὶ ἀνθρώπους καὶ ζῷα, ὅσα ἤθελον πλησιάσει ἐκεῖ. Ὅσοι λοιπὸν ἐκατοικοῦσαν εἰς τὰ χωρία ὅπου ἦσαν πέριξ τῆς λίμνης, δὲν ἀπετολμοῦσαν νὰ διέλθουν ἀπὸ κανὲν μέρος τῆς λίμνης διὰ τὸν φόβον τοῦ θηρίου. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος ἔβαλε στρατιώτας καὶ ἐφύλασσον πέριξ, καὶ δὲν ἐπέτρεπον εἰς οὐδένα νὰ περάσῃ ἀπὸ ἐκείνους, οἵτινες δὲν ἐγνώριζον διὰ τὸ θηρίον. Ὁ δὲ Προεστὼς τῆς Μονῆς, γνωρίζων τὰς ἀρετὰς τῆς Ὁσίας Θεοδώρας, καὶ ὅτι εἶναι ἀδύνατον διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῶν ἀγώνων της νὰ μὴ ἀπέκτησε θεῖον χάρισμα, τὴν ἐκάλεσε πρὸς ἑαυτὸν καὶ λέγει πρὸς αὐτήν· «Τέκνον μου Θεόδωρε, λάβε τὸ σταμνίον καὶ ὕπαγε νὰ φέρῃς ὕδωρ ἀπὸ τὴν λίμνην». Ἐκείνη δὲ εὐθὺς ὡς ἤκουσε τὴν προσταγὴν τοῦ Ἡγουμένου, διὰ τὴν προθυμίαν τῆς ὑποταγῆς, δὲν ἐσυλλογίσθη μήτε φόβον, μήτε κίνδυνον θανάτου πικροῦ, ἀλλ’ εὐθὺς ἥρπασε τὸ σταμνίον καὶ ἔσπευσε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολήν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας γράφεται εἰς τὸν «Παράδεισον τῶν Πατέρων» ὅτι εἶπε τὸ ἀξιόλογον τοῦτο ἀπόφθεγμα, ἤτοι ὅτι δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπον οὔτε ἡ ἄσκησις οὔτε ἡ ἀγρυπνία οὔτε κανεὶς ἄλλος κόπος, παρὰ μόνον ἡ γνησία ταπεινοφροσύνη. Ἦτο, ἔλεγεν, εἷς Ἀναχωρητής, ὅστις ἐδίωκε δαιμόνια· ἠρώτησε δέ ποτε ταῦτα μὲ ποίαν ἀρετὴν ἐξέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω λέγων· «Μὲ τὴν νηστείαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο τὰ δαιμόνια· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν τρώγομεν, οὔτε πίνομεν». «Μὲ τὴν ἀγρυπνίαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν κοιμώμεθα». «Μὲ τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν ἐξέρχεσθε;». Ἐκεῖνα δὲ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς εἰς τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν εὑρισκόμεθα». Λέγει εἰς αὐτά· «Μὲ ποίαν, λοιπόν, ἀρετὴν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίθησαν· «Ἡμᾶς καμμία ἀρετὴ δὲν νικᾷ, εἰμὴ ἡ ταπεινοφροσύνη· διότι αὕτη εἶναι ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων». Ἔλεγε πάλιν ἡ Ἁγία· «Ἦτο εἷς Μοναχὸς καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον ἐν τῷ κελλίῳ του· ἀπὸ τὸ πλῆθος δὲ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους ἐπροξένει εἰς αὐτὸν ὁ διάβολος, ἀποκαμών, εἶπεν· «Ἂς φύγω ἀπὸ ἐδῶ διὰ νὰ σωθῶ». Ὅταν δὲ ἡτοίμαζε τὰ ὑποδήματά του διὰ νὰ φύγῃ, βλέπει ἄλλον ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἔβαλλε καὶ ἐκεῖνος τὰ ὑποδήματά του (οὗτος ἦτο ὁ διάβολος) καὶ λέγει εἰς τὸν Μοναχόν· «Σὺ φεύγεις ἀπὸ ἐδῶ ἐξ αἰτίας μου; ἀλλ’ ἰδοὺ ὅτι καὶ ἐγὼ προλαμβάνω καὶ ἑτοιμάζομαι νὰ ὑπάγω ἔμπροσθέν σου, ὅπου σὺ ὑπάγεις». (Βλέπε περὶ τούτων ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ἐκδόσει τοῦ «Εὐεργετινοῦ»).

[2] Οὕτως ὠνομάζετο τὸ Μοναστήριον, διότι εὑρίσκετο παρὰ τὸ ἔνατον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας. Σημεῖα δὲ ὠνομάζοντο ὡρισμένα σημάδια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐσημείωναν τότε τὰς ἀποστάσεις τῶν ὁδῶν πρὸς πληροφορίαν τῶν ὁδοιπόρων, ὅπως γίνεται σήμερον μὲ τοὺς δείκτας τῶν χιλιομετρικῶν ἀποστάσεων.

[3] Ἐλέγετο δὲ τοῦτο Ὀκτωκαιδεκάτου, διότι εὑρίσκετο εἰς τὸ δέκατον ὄγδοον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας.