Τῇ ΙΑ’ (11ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ὁσίας μητρὸς ἡμῶν ΘΕΟΔΩΡΑΣ τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ.

Λέγει ὁ Ἡγούμενος· «Ἄκουσον, ἀδελφὲ Θεόδωρε· γνώριζε, ὅτι ἐδῶ ὅπου ἐπιθυμεῖς νὰ κοινοβιάσῃς ἔχεις νὰ ὑποφέρῃς κόπους καὶ μόχθους πολλοὺς καὶ βαρυτάτους· χρειάζεσαι ὑπακοὴν καὶ ἄκραν ὑποταγὴν εἰς τὰς ὑπηρεσίας τοῦ Μοναστηρίου, ὄχι μόνον ἔσω, ἀλλὰ καὶ ἔξω τοῦ Μοναστηρίου, καὶ ὁπότε ὁ καιρὸς τὸ καλέσῃ θὰ πηγαίνῃς καὶ εἰς τὴν χώραν διά τινα ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν. Αὐτὰ ὅλα πρέπει νὰ τὰ ἐκτελῇς χωρὶς κανένα γογγυσμόν. Ἐκτὸς δὲ τούτων ἔχει χρέος ἀπαραίτητον νὰ κάμῃς ἀπαραιτήτως τὸν κανόνα σου χωρὶς καμμίαν πρόφασιν· νὰ νηστεύῃς, νὰ ἀγρυπνῇς εἰς τὰς ἀκολουθίας τοῦ Μοναστηρίου, καὶ ἀκόμη νὰ κάμνῃς γονυκλισίας καθ’ ἑκάστην, καὶ νὰ παιδεύῃς τὸ σῶμα διὰ νὰ τὸ ὑποτάξῃς εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς ψυχῆς, νὰ ἔχῃς δὲ καὶ ἀκατάπαυστον μάχην μὲ τοὺς πονηροὺς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ψυχικὸς θάνατος τοῦ Μοναχοῦ».

Ταῦτα ἀκούσασα ἡ μακαρία Θεοδώρα τὰ ἐδέχθη εἰς τὴν καρδίαν μετὰ πολλῆς χαρᾶς, καὶ τῆς ἐφάνησαν γλυκύτερα μέλιτος· καὶ οὕτως ὑπεσχέθη εἰς τὸν προεστῶτα νὰ τὰ φυλάξῃ μετὰ προθυμίας συνεργούσης τῆς θείας Χάριτος. Τότε ὁ προεστὼς τὴν ἐκούρευσε καὶ τὴν ἔκαμε Μοναχόν, εὐθὺς δὲ ὡς ἐνεδύθη τὸ Σχῆμα ἠρνήθη πᾶσαν κοσμικὴν προσπάθειαν, καὶ ἐμίσησε τὰς ἀναπαύσεις τοῦ σώματος, ἐδόθη δὲ εἰς τοὺς κόπους καὶ εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως· καὶ εἰς ὅσας ὑπηρεσίας τοῦ Μοναστηρίου τὴν ἐπρόσταζον, χωρὶς καμμίαν πρόφασιν ἔτρεχε μετὰ προθυμίας. Ἔκαμε δὲ χρόνους ὀκτὼ σκάπτουσα καὶ ἐπιμελουμένη τοὺς κήπους, ἐκ τῶν ὁποίων ἐπρομηθεύοντο οἱ πατέρες τῆς Μονῆς τὰ λάχανα, ἤλεθε τὸν σῖτον καὶ ἐζύμωνεν ἄρτους διὰ τοὺς ἀδελφούς, καὶ πάλιν μὲ τόσας ὑπηρεσίαι, ποτὲ δὲν ἔλειψεν ἀπὸ τὰς ἀκολουθίας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα ὅταν εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, τότε ἐφαίνετο ἡ ζέσις καὶ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὴν θείαν μεγαλειότητα, καὶ μὲ τοὺς κόπους τοὺς ὁποίους ἔκαμνεν ἀδιακόπως, καὶ μὲ τοιοῦτον διάπυρον ἔρωτα ὅπου εἶχε πρὸς τὸν Κύριον, ὁπότε ἤθελεν ἐνθυμηθῆ τὸ σφάλμα τὸ ὁποῖον ἔκαμε, δὲν εἶχε παρηγορίαν· μόνον ὅταν ἡσύχαζεν ἀπὸ τὰς ὑπηρεσίας, καὶ ἦτο καιρὸς τὴν νύκτα νὰ ἀναπαυθῇ μὲ ὀλίγον ὕπνον, τότε ἐκτύπα μὲ λύπην τὸ στῆθος της λέγουσα μετὰ θερμῶν δακρύων· «Συγχώρησόν μοι, Κύριε, ὅτι ἔφθειρα ἡ ταλαίπωρος τὸ κάλλος τῆς σωφροσύνης».


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ὁσίας ταύτης Θεοδώρας γράφεται εἰς τὸν «Παράδεισον τῶν Πατέρων» ὅτι εἶπε τὸ ἀξιόλογον τοῦτο ἀπόφθεγμα, ἤτοι ὅτι δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπον οὔτε ἡ ἄσκησις οὔτε ἡ ἀγρυπνία οὔτε κανεὶς ἄλλος κόπος, παρὰ μόνον ἡ γνησία ταπεινοφροσύνη. Ἦτο, ἔλεγεν, εἷς Ἀναχωρητής, ὅστις ἐδίωκε δαιμόνια· ἠρώτησε δέ ποτε ταῦτα μὲ ποίαν ἀρετὴν ἐξέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω λέγων· «Μὲ τὴν νηστείαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο τὰ δαιμόνια· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν τρώγομεν, οὔτε πίνομεν». «Μὲ τὴν ἀγρυπνίαν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς ποτὲ δὲν κοιμώμεθα». «Μὲ τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν ἐξέρχεσθε;». Ἐκεῖνα δὲ ἀπεκρίναντο· «Ἡμεῖς εἰς τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἐρημίαν εὑρισκόμεθα». Λέγει εἰς αὐτά· «Μὲ ποίαν, λοιπόν, ἀρετὴν ἐξέρχεσθε;». Καὶ ἀπεκρίθησαν· «Ἡμᾶς καμμία ἀρετὴ δὲν νικᾷ, εἰμὴ ἡ ταπεινοφροσύνη· διότι αὕτη εἶναι ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων». Ἔλεγε πάλιν ἡ Ἁγία· «Ἦτο εἷς Μοναχὸς καθήμενος εἰς τὴν ἔρημον ἐν τῷ κελλίῳ του· ἀπὸ τὸ πλῆθος δὲ τῶν πειρασμῶν, τοὺς ὁποίους ἐπροξένει εἰς αὐτὸν ὁ διάβολος, ἀποκαμών, εἶπεν· «Ἂς φύγω ἀπὸ ἐδῶ διὰ νὰ σωθῶ». Ὅταν δὲ ἡτοίμαζε τὰ ὑποδήματά του διὰ νὰ φύγῃ, βλέπει ἄλλον ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἔβαλλε καὶ ἐκεῖνος τὰ ὑποδήματά του (οὗτος ἦτο ὁ διάβολος) καὶ λέγει εἰς τὸν Μοναχόν· «Σὺ φεύγεις ἀπὸ ἐδῶ ἐξ αἰτίας μου; ἀλλ’ ἰδοὺ ὅτι καὶ ἐγὼ προλαμβάνω καὶ ἑτοιμάζομαι νὰ ὑπάγω ἔμπροσθέν σου, ὅπου σὺ ὑπάγεις». (Βλέπε περὶ τούτων ἐν τῇ ἡμετέρᾳ ἐκδόσει τοῦ «Εὐεργετινοῦ»).

[2] Οὕτως ὠνομάζετο τὸ Μοναστήριον, διότι εὑρίσκετο παρὰ τὸ ἔνατον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας. Σημεῖα δὲ ὠνομάζοντο ὡρισμένα σημάδια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐσημείωναν τότε τὰς ἀποστάσεις τῶν ὁδῶν πρὸς πληροφορίαν τῶν ὁδοιπόρων, ὅπως γίνεται σήμερον μὲ τοὺς δείκτας τῶν χιλιομετρικῶν ἀποστάσεων.

[3] Ἐλέγετο δὲ τοῦτο Ὀκτωκαιδεκάτου, διότι εὑρίσκετο εἰς τὸ δέκατον ὄγδοον σημεῖον ἀπὸ Ἀλεξανδρείας.