Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Μυροβλύτου, μετενεχθὲν εἰς τὴν καθομιλουμένην ὑπὸ τοῦ ἐν Μοναχοῖς Ὑποδιακόνου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, διασκευασμένον ἐνταῦθα κατὰ τὴν φράσιν.

Ὁ δὲ βασιλεύς, ὅστις ἐκάθητο εἰς τὸ ὑψηλότερον μέρος καὶ ἐθεώρει τοὺς ἀνθρώπους πῶς ἠγωνίζοντο, εὐθὺς ὡς εἶδε τὸν Νέστορα, νέον εἰς τὴν ἡλικίαν, εἴκοσι περίπου ἐτῶν, ἐμήνυσεν εἰς αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ ἔμπροσθέν του καὶ τοῦ εἶπε· «Νεανία, δὲν ἐλυπήθης τὴν ζωήν σου, ἀλλ’ ἦλθες νὰ παλαίσῃς μὲ τὸν Λυαῖον; Δὲν τὸν βλέπεις πόσους ἐνίκησε; Δὲν βλέπεις πόσα αἵματα ἔχυσε; Πῶς ἀποτολμᾷς νὰ ἐκτεθῇς εἰς τοιοῦτον κίνδυνον; Δὲν λυπεῖσαι τὴν ὡραιότητά σου καὶ τὴν νεότητά σου; Μήπως ἀναγκάζεσαι ἀπὸ πτωχείαν νὰ ἐπιθυμῇς τὸν θάνατόν σου; Δὲν πρέπει ὅμως νὰ συμπλακῇς μετὰ τοῦ Λυαίου διὰ νὰ μὴ θανατωθῇς, ἂν δὲ εἶσαι πτωχός, νὰ σὲ πλουτίσω ἐγώ, μόνον νὰ μὴ ἀπολέσῃς τὴν ζωήν σου».

Ἀκούσας ταῦτα ὁ μακάριος Νέστωρ ἀπεκρίθη συγκεκαλυμμένως πρὸς τὸν βασιλέα· «Βασιλεῦ, ἐγὼ πτωχὸς δὲ εἶμαι, οὐδὲ καταφρονῶ τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ καὶ πλοῦτον ἔχω καὶ τὴν ζωήν μου ἀγαπῶ· θέλω ὅμως νὰ παλαίσω μετὰ τοῦ Λυαίου, διὰ νὰ λάβω τιμήν· διότι, καὶ ἄν εἶμαι πλούσιος, τιμὴν ὅμως δὲν ἔχω, ἑπομένως τί θέλω τὸν ἄτιμον πλοῦτον; Ἀγαπῶ λοιπὸν νὰ τιμηθῶ καὶ νὰ φανῶ καλλίτερος ἀπὸ τὸν Λυαῖον, διὰ τοῦτο ἀποφασίζω νὰ κινδυνεύσω». Ὡς εἶδεν ὁ βασιλεὺς ὅτι δὲν ὑπακούει, τὸν ἀφῆκεν. Ὁ δὲ Ἅγιος Νέστωρ, εὐθὺς ὡς ἐπλησίασεν εἰς τὸν Λυαῖον, ἔρριψε τὸ ἐπανωφόριόν του καὶ ἔκραξεν· «Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου βοήθει μοι». Εὐθὺς δὲ ὡς εἶπε τὸν λόγον τοῦτον, ἐξήγαγε τὸ ἐγχειρίδιόν του καὶ ἐκτύπησε τὸν ὑπερήφανον Λυαῖον εἰς τὸ μέσον τῆς καρδίας, εὐθὺς δὲ οὗτος ἔπεσε κατὰ γῆς νεκρός. Ὁ δὲ βασιλεύς, ἰδὼν ὅτι ἐφονεύθη ὁ Λυαῖος, ἐλυπήθη εἰς τόσον βαθμόν, ὡς νὰ εἶχεν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν βασιλείαν του. Ἐκάλεσε λοιπὸν τὸν Νέστορα καὶ τοῦ εἶπε· «Νεανία, μὲ ποίας μαγείας ἐνίκησας τὸν Λυαῖον; Αὐτὸς ἐφόνευσε τόσους ἀνθρώπους δυνατωτέρους ἀπὸ σέ, καὶ σὺ πῶς τὸν ἐθανάτωσες;». Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἀπεκρίθη· «Ἐγώ, βασιλεῦ, μὲ τὰς μαγείας δὲν ἐνίκησα τὸν Λυαῖον, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Ὅταν ἤκουσεν ὁ μιαρὸς βασιλεὺς αὐτοὺς τοὺς λόγους ἐθυμώθη ὑπερβαλλόντως καὶ προσέταξεν ἕνα ἑκ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, Μαρκιανὸν ὀνομαζόμενον, νὰ ἐκβάλῃ τὸν Νέστορα ἔξω ἀπὸ τὴν χρυσῆν λεγομένην πύλην καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ μὲ τὸ ἐγχειρίδιον του. Καὶ οὕτως ἐτελειώθη ὁ Ἅγιος Νέστωρ, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ τῶν αὐτοκρατόρων τούτων πλατύτερον ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, τῇ καʹ (21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαΐου ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Ὁ Ναὸς οὗτος ἐπὶ Τουρκοκρατίας μετετράπη εἰς τζαμίον. Μετὰ δὲ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Θεσσαλονίκης ἐν ἔτει 1912 ἀποκατεστάθη καὶ πάλιν εἰς Χριστιανικὸν Ναόν, ὅστις ὅμως κατεστράφη ἐκ πυρκαϊᾶς κατὰ τὸ ἔτος 1917. Βραδύτερον ἀνῳκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κοσμήματα τῆς Θεσσαλονίκης.