Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Μυροβλύτου, μετενεχθὲν εἰς τὴν καθομιλουμένην ὑπὸ τοῦ ἐν Μοναχοῖς Ὑποδιακόνου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, διασκευασμένον ἐνταῦθα κατὰ τὴν φράσιν.

Πολλοὶ ἰατροὶ τὸν ἐπεσκέφθησαν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν ἰατρεύσῃ, καὶ μάλιστα ἐχειροτέρευεν. Ἐκινδύνευε λοιπὸν ὁ Λεόντιος μεγάλως καὶ κανένα ἰατρὸν ἱκανὸν δὲν εὕρισκεν· ἅμα ἔμαθεν ὃμως ὅτι ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἔκειτο τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ποιεῖ θαύματα, ἐπῆγε βασταζόμενος καὶ προσέπεσεν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, ἀμέσως δέ, Θεοῦ βοηθείᾳ ἰατρεύθη. Ὅθεν μετὰ τοῦτο ἐξώδευσεν ἱκανὰ χρήματα καὶ ἔκτισε τὸν Ναὸν αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰς τὴν Θεσσαλονίκην τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου [2]. Ἀκολούθως δέ, ὅταν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον τὸν ἔστειλεν ὁ βασιλεύς, ἠθέλησε νὰ λάβῃ μέρος ἀπὸ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου διὰ νὰ κτίσῃ καὶ ἐκεῖ Ἐκκλησίαν. Ὁ δὲ Ἅγιος Δημήτριος ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον του καὶ τοῦ εἶπε· «Νὰ μὴ μὲ διαχωρίσῃς, ἀλλὰ νὰ μὲ ἀφήσῃς ἀκέραιον εἰς τὴν πατρίδα μου». Ὅθεν δὲν ἐτόλμησεν ὁ ἄρχων νὰ πειράξῃ διόλου τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ἔλαβε μόνον χῶμα ἀπὸ τὸν τάφον αὐτοῦ, εὗρε δὲ καὶ τὸν δακτύλιον καὶ τὸ μανδήλιον τοῦ Ἁγίου, τὰ ὁποῖα, ὡς προείπομεν, εἶχεν ὁ Λοῦπος καὶ τὰ ἔλαβε θέσας αὐτὰ εἰς κιβώτιον. Φθάσας δὲ εἰς τὸν Δούναβιν, τὸν εὗρε πλημμυρισμένον καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ διέλθῃ αὐτόν· ὅθεν ἠπόρει τὶ νὰ πράξῃ πρῶτον μὲν διότι εἶχε καθυστέρησιν, ἐπειδὴ ἔμεινεν ἐπὶ πολὺν καιρὸν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην καὶ δεύτερον, διότι δὲν ἠδύνατο νὰ διέλθῃ τὸν ποταμόν. Τὴν νύκτα λοιπὸν ἐφάνη ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ τοῦ εἶπε· «Μὴ λυπῆσαι, Λεόντιε, αὔριον νὰ λάβῃς τὸ κυτίον αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔχει τὸ δακτυλίδιόν μου καὶ τὸ μανδήλιόν μου, καὶ κρατῶν αὐτὰ εἰς τὴν χεῖρά σου νὰ διέλθῃς ἀφόβως τὸν ποταμόν, τὸ αὐτὸ δὲ νὰ κάμωσι καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους ἔχεις μετὰ σοῦ, καὶ θέλετε διέλθει Θεοῦ βοηθείᾳ ἀβλαβεῖς». Τῇ ἐπαύριον τὸ πρωῒ ἀφύπνωσεν ὁ ἄρχων καὶ ἔπραξεν ὅπως προσέταξεν αὐτὸν ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ ἀφοῦ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, ἔκτισεν ἐκεῖ καὶ ἄλλον Ναὸν ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Χριστιανῶν βασιλέων ἦτο Ἐπίσκοπός τις εἴς τινα πόλιν τῆς Ἀφρικῆς, ἡμέραν δε τινα ἐμβῆκεν εἰς πλοῖον ἵνα ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Καθ’ ὁδόν, συνεργείᾳ σατανικῇ, πειρατικὰ πλοῖα συνέλαβον τὸ πλοῖον ἐκεῖνο καὶ ἐπῆραν τοὺς ἀνθρώπους αἰχμαλώτους καὶ τὸν ἐπίσκοπον ἐκεῖνον ἐκόμισαν καὶ τὸν ἐπώλησαν εἰς τὴν Ἀνατολήν, εἰς ἄρχοντα Ἀγαρηνόν, ὁ ὁποῖος, καθὸ κακὸς καὶ ἀνήμερος ἄνθρωπος, προσέταξεν αὐτὸν νὰ μεταφέρῃ κόπρον εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς κήπους αὐτοῦ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ τῶν αὐτοκρατόρων τούτων πλατύτερον ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, τῇ καʹ (21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαΐου ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Ὁ Ναὸς οὗτος ἐπὶ Τουρκοκρατίας μετετράπη εἰς τζαμίον. Μετὰ δὲ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Θεσσαλονίκης ἐν ἔτει 1912 ἀποκατεστάθη καὶ πάλιν εἰς Χριστιανικὸν Ναόν, ὅστις ὅμως κατεστράφη ἐκ πυρκαϊᾶς κατὰ τὸ ἔτος 1917. Βραδύτερον ἀνῳκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κοσμήματα τῆς Θεσσαλονίκης.