Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Μυροβλύτου, μετενεχθὲν εἰς τὴν καθομιλουμένην ὑπὸ τοῦ ἐν Μοναχοῖς Ὑποδιακόνου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, διασκευασμένον ἐνταῦθα κατὰ τὴν φράσιν.

Ἀνεχώρησε λοιπὸν ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ἀφοῦ εὐώδωσεν αὐτὸν ὁ Θεός, ἔφθασεν ὑγιὴς καὶ καλῶς ἔχων εἰς τὴν ἐπαρχίαν του. Ἐκεῖ δὲ ἐπώλησε τὰ ὑπάρχοντά του διὰ νὰ κτίσῃ Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἤρχισε λοιπὸν καὶ τὴν ἐτελείωσε καὶ μόνον ὁ ἄμβων ἔλειπεν· δι’ ὃ ἐλυπεῖτο πολύ, διότι δὲν εὕρισκε κατάλληλα μάρμαρα νὰ τὸν κατασκευάσῃ. Συνέπεσεν ὅμως τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ ἀνεγείρῃ ἄρχων τις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν Ἐκκλησίαν εἰς τὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Μηνᾶ, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου καὶ ἔστειλεν ἀνθρώπους του μὲ πλοῖον νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὴν Ἀνατολὴν νὰ συνάξωσι μαρμαρίνους κίονας (κολώνας). Κατὰ δὲ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, κατὰ τὰς ὁποίας ἐλυπεῖτο ὁ Ἐπίσκοπος διὰ τὸν ἄμβωνα, ἔφθασε καὶ τὸ πλοῖον ἐκεῖνο καὶ ἠγκυροβόλησεν εἰς τὸν λιμένα τῆς Ἀφρικανικῆς ταύτης πόλεως. Τὴν νύκτα λοιπὸν ἐκείνην ἐφάνη ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἰς τὸν Ἐπίσκοπον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Κάτω εἰς τὸν λιμένα ἦλθε πλοῖον, τὸ ὁποῖον ἔχει μεγάλα καὶ θαυμαστὰ μάρμαρα· ὅθεν ὕπαγε νὰ ἀγοράσῃς ἀπὸ ἐκεῖνα». Τὸ πρωῒ ἠγέρθη ὁ Ἐπίσκοπος μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν λιμένα καὶ εἶπε πρὸς τὸν πλοίαρχον· «Ἤκουσα, αὐθέντα, ὅτι ἔφερες μάρμαρα καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ πωλήσῃς ἀπὸ αὐτά, ἵνα τελειώσω Ἐκκλησίαν τινά, τὴν ὁποίαν κτίζω». Ὁ πλοίαρχος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν· «Δὲν ἔχω τίποτε, δέσποτά μου». Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπέστρεψε πάλιν πικρανθείς. Καὶ τὴν δευτέραν νύκτα πάλιν ἐφάνη ὁ Ἅγιος καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε καὶ ζήτησον νὰ σοῦ δώσῃ, διότι αὐτὸς ἔχει στήλας, ὅπως τὰς ζητεῖς». Ἐπῆγε λοιπὸν ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ πλοίαρχος ἠρνήθη πάλιν.

Κατὰ δὲ τὴν τρίτην νύκτα φαίνεται καὶ πάλιν ὁ Ἅγιος καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε καὶ εἰπὲ φανερὰ εἰς τὸν πλοίαρχον: Σὺ ἔχεις τόσα μάρμαρα καὶ ἐξ αὐτῶν εἶναι τόσα πορφυρᾶ καὶ τόσα πράσινα καὶ τόσα λευκά, τόσα γαλανὰ καὶ τόσα ἄλλου εἴδους, καὶ σκοπεύεις νὰ ὑπάγῃς εἰς Κωνσταντινούπολιν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἁγίων Μηνᾶ, Βίκτωρος καὶ Βικεντίου· πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζῃς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐκείνη ἐτελειώθη, διότι ἤργησας πολὺν καιρὸν καὶ ὁ ἄρχων, ὅστις σὲ ἔστειλεν, εὗρεν ἐκεῖ ἄλλα μάρμαρα καὶ ἔκτισε τὴν Ἐκκλησίαν ὅπως τὴν ἤθελεν. Ἂν λοιπὸν ὑπάγῃς ἐκεῖ, χάριν δὲν θὰ σοῦ γνωρίζωσι καὶ θὰ ἀπολέσῃς καὶ τὸν κόπον σου. Διὰ τοῦτο πώλησον αὐτὰ πρὸς ἐμὲ εἰς τὴν τιμήν των νὰ σοῦ ὀφείλω χάριν καὶ ἐγὼ καὶ ὁ Μέγας Δημήτριος, τοῦ ὁποίου τὴν Ἐκκλησίαν ἀνεγείρω».


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ τῶν αὐτοκρατόρων τούτων πλατύτερον ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, τῇ καʹ (21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαΐου ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Ὁ Ναὸς οὗτος ἐπὶ Τουρκοκρατίας μετετράπη εἰς τζαμίον. Μετὰ δὲ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Θεσσαλονίκης ἐν ἔτει 1912 ἀποκατεστάθη καὶ πάλιν εἰς Χριστιανικὸν Ναόν, ὅστις ὅμως κατεστράφη ἐκ πυρκαϊᾶς κατὰ τὸ ἔτος 1917. Βραδύτερον ἀνῳκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κοσμήματα τῆς Θεσσαλονίκης.