Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Μυροβλύτου, μετενεχθὲν εἰς τὴν καθομιλουμένην ὑπὸ τοῦ ἐν Μοναχοῖς Ὑποδιακόνου Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου, διασκευασμένον ἐνταῦθα κατὰ τὴν φράσιν.

Οἱ δὲ Σαρακηνοί, τὸ σκληρὸν τοῦτο καὶ ἀπάνθρωπον γένος, ἅμα ἔμαθον ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πανηγυρίζουσι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου καὶ εἶναι ἀμέριμνοι, ἐσκέφθησαν νὰ ἔλθωσι κρυφίως τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, κατὰ δὲ τὴν νύκτα, ξημερώνοντας τοῦ Ἁγίου Νέστορος, νὰ κυριεύσωσι τὴν πόλιν, ὅπερ καὶ ἔπραξαν· ἦλθον λοιπὸν καὶ ἠγκυροβόλησαν διὰ νυκτὸς ἔξω τοῦ τείχους, θέλοντες, ὅταν ἡσυχάσῃ ὁ κόσμος, νὰ εἰσέλθωσιν ἀπὸ τοῦ τείχους κρυφίως καὶ ἄλλους μὲν νὰ φονεύσωσιν, ἄλλους δὲ νὰ αἰχμαλωτίσωσιν. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας διάβολος, φθονῶν τοὺς Θεσσαλονικεῖς διὰ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν εἶχον πρὸς τὸν Ἅγιον καὶ θέλων νὰ τοὺς παρακωλύσῃ καὶ νὰ τοὺς παραδώσῃ εἰς ἀφανισμόν, τί ἐνήργησεν; Ἀκούσατε.

Ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ ἑσπερινὸς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νέστορος, ὀλίγον ἀργά, καὶ ἐπῆγαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς οἰκίας των νὰ ἡσυχάσωσι καὶ νὰ χαρῶσιν, ἐπῆρε φωτιὰ τὸ κουβούκλιον, τὸ ὁποῖον ἦτο εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου· οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἅμα εἶδον ὅτι ἡ Ἐκκλησία των παρεδόθη εἰς τὰς φλόγας, ἔδραμον νὰ σβέσωσι τὴν πυρκαϊὰν καὶ ἄλλοι μὲν ἔσβενον τὸ πῦρ, ἄλλοι δὲ ἥρπαζον ἀπὸ τὸν ἄργυρον καὶ τὸ χρυσίον τὸ ὁποῖον ἐχωνεύετο. Τότε, ὡς εἶδεν ὁ φύλαξ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὥρμησαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἁρπάσωσι τὸν ἄργυρον, ὅστις ἦτο εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τίποτε διὰ τοὺς Σαρακηνούς, καὶ θέλων μόνον νὰ τοὺς σκορπίσῃ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ νεῦσιν βεβαίως τοῦ Ἁγίου, ὅστις κατηύθυνεν ἀοράτως αὐτόν, ἔκραξε μεγαλοφώνως· «Ὦ Θεσσαλονικεῖς, δράμετε εἰς τὰ τείχη, διότι ἦλθον πολέμιοι νὰ σᾶς κυριεύσωσιν». Οἱ δὲ Θεσσαλονικεῖς, ἅμα ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο πάντοτε τὴν αἰχμαλωσίαν, ἔτρεξαν νὰ ἴδωσιν ἂν ἀληθῶς ἦσαν ἐχθροί, οἵτινες μόλις εἶχον ἀρχίσει νὰ βάλωσι κλίμακας εἰς τὰ τείχη διὰ νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸ φρούριον. Ἰδόντες λοιπὸν τὸ αἰφνίδιον τοῦτο κακόν, τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς αὐτούς, ἄλλοι μὲν ἔδραμον νὰ ἁρπάσωσιν ὅπλα, ἄλλοι δὲ ἐπεκαλοῦντο τὸν Ἅγιον. Καὶ ὄντως ὁ Ἅγιος, καθὸ ἕτοιμος βοηθός, πάραυτα ἐφάνη εἰς τὰ τείχη καὶ μόνος του κατέκοψε πολλοὺς τῶν Σαρακηνῶν, οἱ δὲ ἄλλοι, ἅμα εἶδον τὸ θαῦμα, ἔφυγον εἰς τὰ ὀπίσω, διηγούμενοι τὴν συμφοράν των. Τόσον πολὺ ἠγάπα ὁ Ἅγιος τοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ τόσον τοὺς ἐπεμελεῖτο, ὥστε πολλάκις τοὺς ἔσωσεν ἀπὸ αἰχμαλωσίαν, ἀπὸ θανατικόν, ἀπὸ πεῖναν καὶ ἀπὸ ἄλλα συμβεβηκότα καὶ διαφόρους κινδύνους.


Ὑποσημειώσεις

[1] Βλέπε περὶ τῶν αὐτοκρατόρων τούτων πλατύτερον ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, τῇ καʹ (21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαΐου ἐν τόμῳ Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Ὁ Ναὸς οὗτος ἐπὶ Τουρκοκρατίας μετετράπη εἰς τζαμίον. Μετὰ δὲ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Θεσσαλονίκης ἐν ἔτει 1912 ἀποκατεστάθη καὶ πάλιν εἰς Χριστιανικὸν Ναόν, ὅστις ὅμως κατεστράφη ἐκ πυρκαϊᾶς κατὰ τὸ ἔτος 1917. Βραδύτερον ἀνῳκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα κοσμήματα τῆς Θεσσαλονίκης.