ἐκεῖνος δὲ ἠγριώνετο περισσότερον τοιαῦτα φωνάζων· «Γνώριζε ὅτι, ἐὰν καὶ τώρα δὲν σὲ ἐνίκησα, ἀλλὰ εἰς τὸ γῆράς σου θὰ σοῦ δώσω δυνατώτερον πόλεμον καὶ τόσον ἄγριον, ὥστε νὰ σὲ καταβάλω· ἀλλὰ καὶ τώρα δὲν θὰ σὲ ἀφήσω νὰ ἡσυχάσῃς τελείως, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐγκαλέσω εἰς τοὺς ἐγχωρίους τῆς Βηρυττοῦ, ὅτι κατεφρόνησες τὸν ναόν των νὰ σὲ διώξωσι». Ταῦτα μὲν ἔλεγεν ἀφρόνως καὶ ματαίως καυχώμενος ὁ μισάνθρωπος, ὁ δὲ φιλάνθρωπος Θεὸς ἐνίσχυσε τὴν δούλην του μὲ θείαν ὀπτασίαν, καὶ μὲ παράκλησιν ηὔφρανε τὴν ψυχήν της, κατὰ τὸν θεοπάτορα ὅστις λέγει· «Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου» (Ψαλμ. ϟν’ 19). Τὸ ἑσπέρας λοιπόν, ὅταν ἡ Ματρῶνα προσηύχετο, ἐφάνησαν εἰς αὐτὴν τρεῖς ἄνδρες καὶ ἔψαλλαν ὥραν πολλὴν κλίνοντες συχνάκις τὰ γόνατα· ἡ μὲν λοιπὸν Ἁγία τούτους ἰδοῦσα ἐθαύμασε καὶ ἠρώτησε τίνες ἦσαν· οἱ δὲ πρᾴως καὶ γαληνῶς μὲ σπλάγχνος ἀπεκρίθησαν λέγοντες· «Εὔχου πρὸς τὸν Θεὸν δι’ ἡμᾶς» καὶ οὕτως οἱ μὲν ἔγιναν ἄφαντοι, ἡ δὲ Ὁσία μᾶλλον ἐφημίζετο εἰς τὰ περίχωρα καὶ πολλοὶ προσήρχοντο νὰ τὴν βλέπωσι καὶ νὰ ἀκούωσι τὰ θεῖα καὶ θαυμάσια λόγια της ἀπὸ τὰ ὁποῖα μεγάλως ὠφελοῦντο.
Ἐπῆγε δὲ ποτὲ πρὸς τὴν Ὁσίαν καὶ μία γυνὴ ἔντιμος καὶ σωφρονεστάτη, Σωφρόνη εἰς τὸ ὄνομα. Πλὴν ἦτο εἰδωλολάτρις, ἦλθε δὲ αὕτη μὲ ἄλλας τινάς, διὰ νὰ συγκατοικήσουν μὲ τὴν Ὁσίαν καὶ νὰ μιμοῦνται τὴν πολιτείαν της, αἵτινες εἰς ὀλίγον καιρὸν ἐβαπτίσθησαν, μεταξὺ δὲ τούτων ἦτο καὶ παρθένος τις, τῶν εἰδώλων ἱέρεια, ἥτις, ἀκούσασα τὰς ἀρετὰς τῆς Ὁσίας, κατεφρόνησεν ὡς φρόνιμος τοὺς ψευδωνύμους θεούς, καὶ διαμοιράζουσα εἰς τοὺς πτωχοὺς τὸν πλοῦτόν της, ἔγινεν ὑπήκοος ἕως θανάτου τῆς Ματρώνης. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ἤθελαν νὰ θυσιάσουν οἱ Ἕλληνες, μὴ εὑρίσκοντες τὴν ἱέρειαν, ἐζήτουν αὐτὴν εἰς κάθε τόπον· οἱ δὲ γονεῖς της ἐρωτῶντες ἔμαθον ποῦ ἦτο ἡ θυγάτηρ αὐτῶν. Ὅθεν ἐπῆγαν καὶ τὴν ὕβρισαν λέγοντες· «Διατί ἀφῆκες τὴν προτέραν σου τιμὴν καὶ ἦλθες εἰς ταύτην τὴν καταφρόνησιν, ἀφρονεστάτη, νὰ φορῇς μαῦρον πένθιμον ἔνδυμα; γνώριζε ὅτι, ἐὰν δὲν ἔλθῃς τὸ συντομώτερον νὰ προσφέρῃς θυσίαν εἰς τοὺς θεοὺς κατὰ τὴν συνήθειαν, θὰ ἔλθῃ ὅλος ὁ λαὸς νὰ σὲ καύσωσιν». Ἡ δὲ μακαρία Ματρῶνα εἶπε πρὸς αὐτοὺς μὲ πρᾳότητα· «Ἀφῆτέ την, διότι αὐτὴ δὲν εἶναι πλέον τῶν θεῶν σας ἱέρεια, ἀλλὰ τοῦ ἀληθινοῦ καὶ μόνου Θεοῦ ἔγινε δούλη καὶ νύμφη ἀμώμητος».