Ταῦτα ἀκούσασα ἡ ἀρχόντισσα ἐκείνη ὑπεσχέθη νὰ χαρίσῃ εἰς τὴν Ὁσίαν οἴκους πολλοὺς εἰς τόπον τινὰ ὡραιότατον καὶ ὅσας ἄλλας ὑπηρεσίας χρειάζεται νὰ τῆς κάμῃ ἐπιμελέστατα· ἡ δὲ Ἁγία γνωρίζουσα κατὰ πνεῦμα, πόσαι ψυχαὶ ἔμελλε νὰ σωθοῦν μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, ἔστερξεν εἰς τοῦτο καὶ ἔστειλε τὸν Διάκονον Μάρκελλον νὰ τὰ ἴδῃ, ἐὰν ἦσαν ἁρμόδια. Ἰδὼν δὲ ὁ Διάκονος τὸν τόπον καὶ τὰ κτίρια ἐπῄνεσε ταῦτα πολὺ τῆς Ἁγίας, εἰπὼν ὅτι ἦσαν ταῦτα εἰς τόπον πολὺ ὡραιότατον, πλησίον τῆς θαλάσσης κείμενον, ἀπέναντι δὲ τούτου, εἰς τὰ δεξιὰ μέρη, ἦτο τὸ Μοναστήριον τοῦ Βασσιανοῦ· ἐδέχθη λοιπὸν τότε τὴν δωρεὰν ἡ Ἁγία, ἡ δὲ εὐλαβὴς ἀσθενὴς ἀφιέρωσε ταῦτα μὲ ἐπίσημα γράμματα καὶ παρευθὺς ἰατρεύθη τελείως, χωρὶς νὰ μείνῃ ποσῶς λείψανον τῆς ἀσθενείας της. Ὅθεν πάλιν ὕστερα ἐδαπάνησεν ἀργύρια πάμπολλα, διορθώσασα τὰ κτίρια καλλίτερα καὶ κοσμήσασα αὐτὰ ἐπιμελέστατα, ἔκτισε δὲ καὶ Ναὸν εἰς μνημόσυνον τῆς ψυχῆς της αἰώνιον. Μετοικήσασα δὲ ἡ Ἁγία εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον δὲν ἤλλαξε ποσῶς τὴν προτέραν διαγωγήν, ἀλλὰ μάλιστα καὶ περισσότερον ἠγωνίζετο καὶ πολλὰς ψυχὰς ὠφέλησεν.
Ἡμέραν τινὰ ἔτυχε καὶ διήρχοντο ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Ἁγίας δύο ἀδελφαὶ κατὰ σάρκα, αἵτινες ἐπέστρεφον ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου [4], ἦσαν δὲ αὗται περιφανεῖς λίαν καὶ πλούσιαι ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν ψαλμῳδίαν, εἰσῆλθον νὰ προσκυνήσωσιν· ἡ μία δὲ ἀπὸ ταύτας, Ἀθανασία ὀνόματι, ηὐλαβήθη πολὺ τὴν Ἡγουμένην ἀπὸ τὰ ἤθη, τὴν εὐταξίαν, τὴν εὐλάβειαν καὶ τὰ γλυκύτατα λόγια αὐτῆς καὶ ἔβαλε καλὸν λογισμὸν νὰ γίνῃ μαθήτρια τῆς Ὁσίας. Ὅθεν εἶπε ταῦτα πρὸς τὴν ἀδελφήν της· «Ὕπαγε, ἀδελφή μου, εἰς τὴν οἰκίαν μας, ὅτι ἐγὼ δὲν μὲ μέλει πλέον διὰ ἄνδρα καὶ οἶκον καὶ συγγενεῖς, ἀλλὰ ἀπαρνοῦμαι διὰ τὸν κτίστην τὰ κτίσματα καὶ προκρίνω νὰ εὑρίσκωμαι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἢ νὰ ἔχω εἰς τὸν κόσμον εὐημερίαν καὶ ἀπόλαυσιν πρόσκαιρον». Ἡ δὲ ἀδελφή της τὴν ἠμπόδιζε λέγουσα, ὅτι αὐτὸ δὲν ἦτο γνῶσις, ἀλλὰ γνώμη παράλογος καὶ νοὸς ἐλαφρότης, ἥτις μετατρέπεται εἰς τὸ ἐναντίον ὕστερα. Τότε ἡ Ὁσία ἐπῄνεσε τὸν σκοπὸν τῆς Ἀθανασίας ὡς φιλόχριστον, ἀλλὰ δὲν ἐδέχθη οὔτε αὐτὴ νὰ μείνῃ τότε ἀμέσως εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ τῆς λέγει· «Ὕπαγε, τέκνον μου, νὰ λάβῃς ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου ἄδειαν, νὰ ἐγκρατευθῇς, ἀπὸ τὴν μῖξιν του ἀρκετὸν χρόνον, νὰ φυλάττῃς καὶ τὰς τάξεις τῆς πολιτείας μας πρότερον· καὶ ἔπειτα, ὅταν δοκιμάσῃς καὶ ἴδῃς ὅτι δύνασαι νὰ ὑποφέρῃς τὰ βάρη τοῦ σχήματος, τότε νὰ ἔλθῃς νὰ σὲ κείρωμεν».