Εἰς ταύτης τὴν εὕρεσιν [3] ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς ἐσυνάχθησαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, Ἱερεῖς καὶ Μονάζοντες, νὰ τὴν ἀσπασθοῦν εἰς ἁγιασμὸν τῆς ψυχῆς των. Ἐπῆγε λοιπὸν καὶ ἡ Ματρῶνα μὲ τὰς ἄλλας Μοναχὰς καὶ πλησιάσασα ἔλαβεν ὀλίγον ἅγιον μύρον μὲ ἕνα λεπτὸν μανδήλιον, ὅπερ ἤγγιζεν εἰς τὴν τιμίαν Κάραν. Ἔπειτα, ἐνῷ ἤθελε νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸν Ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον τὴν ἁγίαν Κάραν, συνωθεῖτο περὶ αὐτὴν ὁ λαός, καὶ ἕκαστος ἐζήτει ἀπὸ τὴν Ματρῶναν νὰ τοῦ ἐγγίζῃ μὲ τὸ μύρον ἐκεῖνο, ἦσαν δὲ καὶ ἄλλοι Ἱερεῖς, οἵτινες ἔλαβον ἀπὸ τὸ μύρον καὶ ἔχριον δι’ αὐτοῦ τὸν λαὸν εἰς τὰ μέτωπα χάριν εὐλογίας.
Ἦτο δὲ τότε τυφλός τις ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, ὅστις ἀφήνων τοὺς Ἱερεῖς ἐπλησίασε τὴν Ἁγίαν καὶ τῆς λέγει νὰ τὸν χρίσῃ μὲ τὸ μύρον ἐκεῖνο διὰ τὸν Κύριον· ἡ δὲ ὑπακούσασα, ἔχρισεν αὐτὸν εἰς τοὺς τύπους τῶν ὀφθαλμῶν καὶ παρευθὺς (ὤ ἐξαισίου θαυματουργήματος!) ὁ πρῴην τελείως τυφλὸς ἐφωτίσθη καὶ ἐκήρυττε τὴν Ἁγίαν μεγαλοφώνως εἰς ἅπαντας, ὥστε τινὲς ἠννόησαν ὅτι αὕτη ἦτο ἡ γυνὴ ἐκείνη, ἥτις ἔκαμε τόσους χρόνους εἰς τὸ τῶν ἀνδρῶν Μοναστήριον. Αὐτὴν τὴν φήμην ἀκούσας ὁ Δομετιανὸς ἔδραμεν εἰς τὴν Μονὴν τῶν Μοναστριῶν, νὰ ἐρευνήσῃ ἐὰν ἦτο ἡ γυνή του ἐκείνη τὴν ὁποίαν ἐφήμιζον· ἀλλ’ ἐπειδὴ αἱ Μοναχαὶ δὲν ἐπέτρεπον εἰς ἄνδρα νὰ εἰσέλθῃ, προσεποιήθη ὅτι ἦτο ἄλλος τις ἄνθρωπος καὶ παρήγγειλε δι’ ἄλλων γυναικῶν νὰ εἴπωσι τῆς Ματρώνης νὰ ἐξέλθῃ ἕως τὴν θύραν νὰ τὸν εὐλογήσῃ, ἐπειδὴ εἶχεν εἰς αὐτήν, διὰ τὴν καλήν της φήμην, μεγάλην εὐλάβειαν. Ἡ δὲ μακαρία Ματρῶνα ἐξετάσασα ἐπιμελῶς τὰς γυναῖκας διὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἡλικίαν του καὶ γνωρίσασα ὅτι ἦτο ὁ ἄνδρας της, τοῦ παρήγγειλε νὰ ὑπομένῃ ἑπτὰ ἡμέρας ἔξωθεν καὶ τότε θέλει ἐξέλθει νὰ ὁμιλήσωσιν. Οὕτω λοιπὸν αὐτὸς μὲν ἀνέμενε τὴν διορίαν, ἐλπίζων νὰ ἴδῃ τὸ ποθούμενον πρόσωπον, ἡ δὲ μακαρία Ματρῶνα ἔφυγε κρυφίως καὶ ἀπ’ ἐκεῖ χωρὶς νὰ πάρῃ ἄλλο τι, εἰμὴ μόνον ὀλίγον ἄρτον καὶ τὸ τρίχινόν της ἱμάτιον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Μαθὼν τοῦτο ὁ Δομετιανὸς ἐλυπήθη πολὺ καὶ ἔδραμε πάλιν κατόπιν αὐτῆς, μαθὼν δὲ ἀπὸ γυναῖκας τινὰς ποῦ ἦτο, ἐπῆγε πρὸς αὐτήν, ἥτις, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἔδραμεν ἔμφοβος καὶ ἐκρύβη εἰς εἰδωλεῖον, ὅπερ ἦτο εἰς τὴν Βηρυττόν, προκρίνουσα κάλλιον νὰ πέσῃ εἰς θηρία καὶ δαίμονας, οἵτινες μόνον τὸ σῶμα ἔβλαπτον, παρὰ νὰ τὴν εὕρῃ ὁ ἄνδρας της, ὅπερ ἔβλαπτε τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ἀρετήν της.