ΜΑΤΡΩΝΑ ἡ Ὁσία μήτηρ ἡμῶν ἤκμασε κατὰ τὰς χρόνους τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450-451) καὶ Λέοντος Α’ τοῦ μεγάλου τοῦ καλουμένου Μακέλλη (457-474). Αὕτη ἐγεννήθη ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλουσίους εἰς τὴν Πέργην τῆς Παμιφιλίας, ἥτις εἶναι χώρα κειμένη μεταξὺ τῶν Κιλίκων καὶ Ἰσαύρων [1], πλούσια καὶ πολυάνθρωπος, καθότι πᾶσα φυλὴ καὶ ἐθνικότης εἰς ταύτην εὑρίσκεται. Ἀνατραφεῖσα λοιπὸν ἡ μακαρία Ματρῶνα ἐπιμελῶς ἔφθασεν εἰς ἡλικίαν νόμιμον καὶ ἐπειδὴ ἦτο ὡραία πολὺ καὶ περίβλεπτος, τὴν ὑπάνδρευσαν οἱ γονεῖς της μετά τινος νέου εὐγενοῦς καὶ πλουσίου, ὁμοίου αὐτῆς, Δομετιανοῦ ὀνομαζομένου. Ἐκ τοῦ γάμου της αὐτοῦ ἀπέκτησεν ἡ Ὁσία καὶ μίαν θυγατέρα, τὴν ὁποίαν ὠνόμασαν Θεοδότην, καὶ τοῦτο φαίνεται ὅτι ἔγινε κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ ἀφιερωθῇ εἰς τὸν Θεὸν μετὰ καιρὸν ἡ ἀοίδιμος. Ἀφοῦ ἐγέννησεν ἡ μακαρία Ματρῶνα τὸ θυγάτριον, διῆγε πολιτείαν θαυμάσιον, ἔχουσα ὅλον της τὸν νοῦν εἰς τὰ θεῖα, τὰ ὁποῖα ἐμελέτα καθ’ ἑκάστην, τὰ δὲ προσωρινὰ καὶ ἐπίγεια ἀγαθὰ τῆς ἐφαίνοντο (καθὼς εἶναι κατὰ ἀλήθειαν) ὡς σκιὰ καὶ ὡς ὄνειρον.
Εὗρε λοιπὸν πρόφασίν τινα τοῦ ἀνδρός της, ὅτι εἶχεν ἀνάγκην νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀνεχώρησαν ὁμοῦ, ἐπειδὴ ὁ ἀνήρ της δὲν ἠθέλησε νὰ τὴν ἀφήσῃ μόνην, διότι ἦτο δεκαπέντε ἐτῶν νέα καὶ ὡραία. Ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐπῆγε καὶ προσεκύνησεν ὅλας τὰς ἱερὰς Ἐκκλησίας, ἔχουσα εἰς τὴν συνοδείαν της γυναῖκα τινὰ εὐγενῆ, Εὐγενίαν ὀνόματι, ἥτις ἤξευρεν ὅλα της τὰ μυστικὰ καὶ τὴν παρεκίνει εἰς τὸν θεῖον ἔρωτα περισσότερον. Ἐπήγαιναν λοιπὸν εἰς τὰς ἀγρυπνίας τῶν ἑορτῶν συχνάκις καὶ ἐδέετο τοῦ Θεοῦ ἡ Ματρῶνα νὰ τὴν βοηθῇ διὰ νὰ νικᾷ τὸ σκάνδαλον τῆς σαρκός, ὅτι τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε, μεγάλον καὶ ἄγριον σαρκικὸν πόλεμον, διὰ τὸν ὁποῖον παρεκάλει πολλάκις τὸν Κύριον νὰ τῆς δίδῃ δύναμιν νὰ καταβάλῃ τὸ πειράζοντα. Ὁ δὲ Δομετιανὸς βλέπων ὅτι ἔλειπεν ἡ Ματρῶνα τὰς περισσοτέρας νύκτας, ἐσκανδαλίζετο καὶ ἔβαλλε κακοὺς λογισμούς, μήπως ἐπήγαινεν εἰς ἐργασίαν κακὴν καὶ δὲν τὴν ἄφησε πλέον νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸν οἶκον των. Ὅθεν εἶχε λύπην ἀμέτρητον, διότι ὑστερεῖτο τῆς ἱερᾶς τῶν Χριστιανῶν συνάξεως καὶ καθ’ ὥραν προσηύχετο εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὴν λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, διὰ νὰ τοῦ δουλεύσῃ κατὰ μόνας, καθὼς εἶχε διάθεσιν.