Γυνὴ δέ τις, φοβουμένη τὸν Κύριον, κατῴκει εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς πόλεως, πορευθεῖσα δὲ εἰς τὴν φυλακὴν τὸ μεσονύκτιον ἔδωκεν ἀργύρια πολλὰ εἰς τοὺς φύλακας, διὰ νὰ τὴν ἀφήσωσι νὰ λάβῃ τοὺς Ἁγίους εἰς τὸν οἶκόν της, ὅστις ἦτο ἐκεῖ πλησίον, νὰ τοὺς ἐπιμεληθῇ καὶ πάλιν νὰ τοὺς φέρῃ μίαν νύκτα ἀπόκρυφα. Ἐπιτυχοῦσα λοιπὸν τοῦ ποθουμένου ἤγειραν τοὺς Ἁγίους οἱ δοῦλοι της καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐκεῖ δὲ μὲ διάφορα βότανα καὶ ἀρώματα τοὺς ἐπεμελήθη ὅπως ἔπρεπε μὲ μεγάλην εὐλάβειαν. Τοσαύτην δὲ κατάνυξιν εἶχεν ἡ ἀοίδιμος, ὥστε ἔρρεον συνεχῶς τα δάκρυά της καὶ κατεφίλει τὰς πληγὰς τῶν μαρτύρων, ἤλειφε δὲ τὸ πρόσωπόν της μὲ τὰ ἅγια αἵματά των. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωσὴφ μετὰ βίας ἠδυνήθη νὰ ὁμιλήσῃ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ λέγει πρὸς αὐτήν· «Ὦ ἱερὰ καὶ φιλόχριστος γυνή, μὲ τὸ νὰ μᾶς συμπονῇς καὶ νὰ μᾶς ἐπιμελῆσαι μὲ τόσον πόθον, δεικνύεις ὅτι ἔχεις ψυχὴν συμπαθῆ καὶ φιλάνθρωπον. Τὸ νὰ κλαίῃς ὅμως ἀμέτρως εἶναι ἁμαρτία, διότι φαίνεσαι ὀλιγόπιστος πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ὅτι δὲν ἔχεις εἰς αὐτὸν τὴν ἐλπίδα σου». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἡ μὲν ψυχή μου ἀγάλλεται συλλογιζομένη τὴν ἄμετρον ἀνδρείαν, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος σᾶς ἐχάρισε, νὰ ὑπομείνετε τὴν δριμύτητα τοσούτων βασάνων· μάλιστα δὲ ἐπιποθῶ πλέον νὰ σᾶς ἰδῶ τετελειωμένους εἰς τὸ Μαρτύριον, ἀλλὰ τὸ δάκρυον εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, νὰ λυπῆται καὶ νὰ συμπονῇ τὸν ὅμοιον». Λέγει ὁ Ἅγιος· «Δὲν πρέπει, τέκνον μου, νὰ δακρύῃς οὐδόλως δι’ ἡμᾶς, γινώσκουσα ὅτι αἱ θλίψεις, τὰς ὁποίας λαμβάνομεν διὰ τὸν Χριστόν, προξενοῦσιν εἰς ἡμᾶς εὐφροσύνην αἰώνιον καὶ Βασιλείαν οὐράνιον». Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἐπεμελήθη, ὡς ἔπρεπεν, ἡ φιλομάρτυς ἐκείνη γυνή, τοὺς ἐπῆγεν εἶτα κρυφίως, ὡς εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὸ δεσμωτήριον, ἔνθα διέμειναν ἓξ μῆνας, καὶ τότε ἐψήφισαν ἄλλον ἄρχοντα καὶ δικαστὴν δεινότερον, Ναζερὼθ καλούμενον, πρὸς τὸν ὁποῖον ἦλθε βασιλικὸν πρόσταγμα, νὰ δένωσι τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς φονεύουν ἄλλοι πάλιν Χριστιανοὶ εἰς αἰσχύνην των.
Ἐλθόντος λοιπὸν τοῦ νέου τυράννου εἶπον εἰς αὐτὸν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων· «Εἶναι πολὺς καιρὸς ποὺ εὑρίσκονται φυλακισμένοι τινὲς Χριστιανοί, οἵτινες ὑπέστησαν πολλοὺς δαρμούς, ἀλλὰ δὲν θέλουσι νὰ ἀρνηθῶσι τὴν πίστιν των». Ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος προσέταξε νὰ τοὺς φέρωσι πάραυτα·