καὶ τοὺς λέγει· «Ὁ βασιλεὺς Σαβώριος ἐνίκησε τοσαῦτα ἔθνη καὶ τοσαῦτα φρούρια κατέστρεψε, οὐδεὶς δὲ ἀνδρεῖος ἠδυνήθη νὰ τὸν νικήσῃ, σεῖς ὅμως, οἵτινες καρποῦσθε τοὺς τόπους του, γίνεσθε ἀποστάται καὶ τὸν ὑβρίζετε, νομίζοντες ὅτι οὕτω θὰ σᾶς δώσωμεν τάχιστον θάνατον· ἀλλὰ ἐγὼ θὰ σᾶς παραδώσω εἰς τοσαύτας βασάνους, ὥστε νὰ διαλυθῶσιν αἱ σάρκες σας». Λέγουσιν εἰς αὐτοὺς οἱ Ἅγιοι· «Ἡμεῖς ἐδώσαμεν τὰ σώματά μας ἑκουσίως νὰ μᾶς σφάξετε διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μας ὡς πρόβατα καὶ εἴ τι βούλεσαι πρᾶξον». Προστάσσει τότε ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος νὰ τοὺς δέσωσιν ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ νὰ τοὺς κρεμάσωσι μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, νὰ καταξεσχίσωσι δὲ τὰς πλευράς των καὶ νὰ τοὺς δέρωσι μὲ ξηρὰ βούνευρα. Οὕτω λοιπὸν ἀπανθρώπως μαστιγουμένων τῶν Ἁγίων κατεκόπησαν αἱ φλέβες αὐτῶν καὶ ἔτρεχαν ὡς ποταμὸς τὰ αἵματα. Οἱ δὲ παρεστῶτες συμπονοῦντες τοὺς Ἁγίους ἐδάκρυζαν, μεμφόμενοι τοῦ τυράννου τὴν ἀγριότητα. Τινὲς δὲ μάγοι, θαυμάζοντες τοῦ ἱεροῦ πρεσβύτου τὴν ὑπομονὴν καὶ γενναιότητα καὶ συμπονοῦντες αὐτόν, ἐπλησίασαν καὶ εἶπον εἰς αὐτόν· «Ἐλθὲ μὲ ἡμᾶς κρυφίως εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ μας, ἐὰν ἐντρέπεσαι εἰς τὸ φανερὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ θυσίασον νὰ λυτρωθῇς ἀπὸ τοιαῦτα πάνδεινα κολαστήρια». Ὁ δὲ μὲ φωνὴν λαμπρὰν ἀπεκρίνατο· «Ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Ψαλμ. ϛ’ 9).
Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἔδερον ἐπὶ τρεῖς ὥρας, τοὺς ἠρώτησεν ὁ τύραννος λέγων· «Πείθεσθε εἰς τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως νὰ λυτρωθῆτε ἀπὸ τὸν θάνατον;». Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰωσὴφ εἶπε· «Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἐπιθυμήσω τοιαύτην ζωὴν καὶ νὰ προσκυνήσω τὸν ἥλιον». Λέγει ὁ τύραννος· «Λοιπὸν κάλλιον θέλεις τὸν θάνατον;». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος· «Ναί, ἐπ’ ἀληθείας, ὅτι οὗτος ὁ πρόσκαιρος θάνατος μοῦ γίνεται ζωῆς αἰωνίου πρόξενος καὶ αἴτιος τόσων ἀγαθῶν, ὅσα ὀφθαλμὸς δὲν δύναται νὰ τὰ ἴδῃ οὔτε νὰ τὰ μελετήσῃ διάνοια». Λέγει ὁ ἄρχων εἰρωνευόμενος καὶ περιγελῶν αὐτόν· «Λοιπὸν πρέπει νὰ μὲ εὐχαριστῇς, ἐπειδὴ τόσα καλὰ σοῦ ἐπροξένησα, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃς καὶ ἡμᾶς νὰ συγκοινωνήσωμεν μετὰ σοῦ εἰς τοιαύτην μακαριότητα». Λέγει ὁ Ἅγιος· «Μὴ χλευάζῃς ἡμᾶς, ὦ δικαστά, ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐπρόσταξε νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ παρακαλοῦμεν διὰ νὰ γνωρίσωσι τὴν εὐσέβειαν καὶ οὕτω ποιοῦμεν δι’ αὐτοὺς ἕως οὗ εὑρίσκονται εἰς τοῦτον τὸν κόσμον· ὅταν ὅμως ἀποθάνωσιν, δὲν δυνάμεθα νὰ ποιήσωμεν εἰς αὐτοὺς καλὸν ἢ κακόν, μόνον ὁ Θεὸς ἔχει ἐξουσίαν νὰ κρίνῃ ἅπαντας».