Ἐκεῖνος ὅμως ὁ μακάριος τὴν εἶδε μὲ βλέμμα στρυφνὸν καὶ τῆς λέγει· «Ὁ Χριστὸς λέγει εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ὅτι δὲν δύναταί τις νὰ εἶναι μαθητής του, ἐὰν δὲν ἀφήσῃ ὅλα τὰ πράγματά του. Διατί σὺ παρέβης αὐτὴν τὴν θείαν ἐντολὴν καὶ ἐκράτησες τόσα ἀργύρια;». Ἡ δὲ γυνὴ ταῦτα ἀκούσασα ἐθαύμασε διὰ τὸ προορατικὸν αὐτοῦ καὶ λέγει· «Δὲν τὰ ἐκράτησα, Πάτερ τίμιε, διὰ γνώμην φιλάργυρον, ἀλλὰ νὰ τὰ φέρω τῆς ἁγιωσύνης σου, νὰ τὰ διαμοιράσῃς εἰς τοὺς πτωχοὺς ὡς βούλεσαι, διὰ νὰ ἔχω μισθὸν περισσότερον». Τότε ὁ Ὅσιος τὴν διέταξε νὰ ὑπάγῃ μετὰ τοῦ θεοφιλοῦς Μαρίνου νὰ τὰ διαμοιράσωσιν εἰς τὰ πλησίον χωρία. Τούτου δὲ γενομένου, ἐκούρευσεν αὐτὴν ὀνομάσας Ἄνναν καὶ τὴν ἔβαλεν εἰς τὸ γυναικεῖον Μοναστήριον, παραγγείλας εἰς τὴν Ἡγουμένην νὰ ἐπιμεληθῇ ταύτην, ἵνα σώσῃ τὴν ἀθάνατον ψυχήν της διὰ βίου θεαρέστου καὶ ἀγώνων πνευματικῶν.
Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἀπέθανεν ἀθλίως ὁ ἄθλιος καὶ θηριώδης βασιλεὺς καὶ ἔμεινε διάδοχος τῆς βασιλείας καὶ κακοδοξίας αὐτοῦ τὸ ἀνοσιώτερον ἐκείνου καὶ πικρότερον γέννημα, ἤτοι Κωνσταντῖνος ὁ Σαπρὸς καὶ Κοπρώνυμος, ὁ βασιλεύσας ἐν ἔτει ψμα’ (741), ὅστις ἐπολέμει τὴν Ἐκκλησίαν μιαίνων τὰ ὅσια ὁ ἀνόσιος καὶ κατέκαυσεν ὅλας τὰς ἁγίας Εἰκόνας ὁ τρισκατάρατος. Ἔπειτα, διότι τὸν ἤλεγξαν εὐσεβεῖς τινες καὶ ἐνάρετοι Μοναχοὶ καὶ τοῦ ὑπέδειξαν ὡς σοφώτατοι διὰ τῶν ἁγίων Γραφῶν ὅτι ἦτο ἀντίθεος, ἐξεμάνη πολὺ κατὰ τῶν Μοναχῶν καὶ τοὺς ἐπολέμει ὅσον ἠδύνατο, ὀνομάζων αὐτοὺς πλάνους, εἰδωλολάτρας καὶ ἄλλα ὅμοια. Ἐσύναξε λοιπὸν τὸν μωρὸν λαὸν εἰς τὸ παλάτιον καὶ ἠνάγκασεν ὅλους νὰ ὀμόσουν ὅτι δὲν θὰ προσκυνήσῃ πλέον τις τὰς ἁγίας Εἰκόνας, ἀλλὰ θὰ λέγωσιν αὐτὰς εἴδωλα, καὶ ὅτι δὲν θὰ τολμήσῃ νὰ ὁμιλήσῃ τις μὲ Μοναχόν, οὐδὲ θὰ δεχθῇ τοιοῦτον εἰς τὸν οἶκόν του, ἀλλὰ καὶ ἂν συναπαντηθῇ ποτέ τις μετὰ Μοναχοῦ, νὰ τὸν καλῇ μαυροφόρον, εἰδωλολάτρην καὶ ἀμνημόνευτον, ἔπειτα (ὤ μανίας δεινῆς καὶ θηριώδους ἀπανθρωπίας!) ὅλοι μαζὶ νὰ λιθοβολῶσιν αὐτὸν ὡς κακοῦργον καὶ λῃστήν.
Οὗτος ὁ Κοπρώνυμος Κωνσταντῖνος, εὑρὼν Ἱερομόναχόν τινα ὁμόφρονά του καὶ ὁμογνώμονα, τὸν ἐκάθισε Πατριάρχην, χωρὶς νὰ χειροτονήσουν αὐτὸν κατὰ τὴν τάξιν κανονικῶς, ἀλλὰ μόνος ὁ βασιλεὺς τυραννικῶς ἐνέδυσεν ὁ ἀνίερος τὸν παμμίαρον καὶ ἐφώνησε τὸ «ἄξιος» εἰς τὸν ἀνάξιον ἱερωσύνης καὶ ἄξιον αἰσχύνης πολλῆς καὶ καταφρονήσεως καὶ τὸν ἀνεβίβασεν εἰς τὸν θρόνον, ἐπειδὴ ἦτο ἀποθαμμένος ὁ τὴν ψυχὴν νεκρὸς Ἀναστάσιος.