Λαβὼν τὴν ἐντολὴν ταύτην ὁ Κάλλιστος ἔσπευσε καὶ ἀνήγγειλε τὰ προστασσόμενα εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις ταῦτα ἀκούσας ἀπεκρίνατο· «Μὴ γένοιτο νὰ προσυπογράψω τὴν ψευδῆ ταύτην καὶ ἀνίερον Σύνοδον, νὰ ὀνομάσω φῶς τὸ σκότος καὶ γλυκὺ τὸ πικρότατον, ὅτι ἕτοιμος εἶμαι νὰ χύσω τὸ αἷμά μου διὰ τὴν τῶν σεπτῶν Εἰκόνων προσκύνησιν· λάβε δὲ ὀπίσω αὐτὰ τὰ φαγητά, τὰ ὁποῖα μοῦ ἔστειλε, καὶ εἰπέ του, ὅτι ἐγὼ δὲν χρειάζομαι ἀπ’ αὐτόν, διότι μὴ γένοιτο νὰ γλυκανθῇ ὁ λάρυγξ μου ἀπὸ αἱρετικῶν βρώματα ἢ νὰ λιπάνῃ τὴν κεφαλήν μου ἁμαρτωλοῦ ἔλαιον».
Ταῦτα ἀνήγγειλε πρὸς τὸν βασιλέα ἐπιστρέψας κατῃσχυμμένος ὁ Κάλλιστος. Ὅθεν ἐθυμώθη πολὺ ὁ βασιλεὺς καὶ ἔστειλε, στρατιώτας μὲ τὰ ξίφη καὶ αὐτὸν τὸν Κάλλιστον, προστάσσων αὐτοὺς νὰ ἁρπάσουν τὸν Στέφανον, νὰ τὸν κατεβάσουν εἰς τὸ κάτω Μοναστήριον, καὶ νὰ τὸν φυλάττουν ἐκεῖ ἕως εἰς ἄλλην πρόσταξιν. Φθάσαντες λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ σπουδὴν εἰς τὸ σπήλαιον ἐτράβηξαν ἔξω βιαίως τὸν Ὅσιον, ὅστις ἀπὸ τὴν πολλὴν κάκωσιν τοῦ τόπου καὶ τὴν πολλὴν ἐγκράτειαν ἦτο εἰς τοὺς μηροὺς τὸ δέρμα κολλημένον μὲ τὰ ὀστᾶ καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ, οὔτε νὰ σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του· λοιπὸν τὸν ἐλυπήθησαν δύο ἀπ’ ἐκείνους τοὺς ἀσπλάγχνους καὶ τὸν ἐσήκωσαν εἰς τὰς χεῖράς των καὶ βαστάζοντες αὐτὸν ἐπῆγαν καὶ τὸν ἐσφάλισαν μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ κοιμητήριον, φυλάττοντες αὐτὸν κατὰ τὸ πρόσταγμα. Ὁ δὲ Ὅσιος μὲ ὅλα ταῦτα τὰ λυπηρὰ (καθότι τὸν ἐφύλαττον ὡς κακοῦργον) δὲν ἠμέλει ποσῶς, ἀλλὰ ἔψαλλε ταῦτα μὲ τοὺς συντρόφους· «Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν, Ἀγαθέ», καὶ ἄλλα τροπάρια τῆς Ὀρθοδοξίας ἁρμόδια· ἔπειτα ἔλεγε καὶ τοῦτο· «Τοῖς τῶν ἐμῶν λογισμῶν λῃσταῖς περιπεσών, ἐσυλήθην ὁ τάλας τὸν νοῦν καὶ τὰ λοιπά· τὰ ὁποῖα ἀκούοντες ἔξω τῆς θύρας οἱ φύλακες, ἐταλάνιζον τὸν ἑαυτόν των λέγοντες· «Οὐαί μας, ὅτι δικαίως μᾶς λέγουσι λῃστὰς αὐτοὶ οἱ Ὅσιοι, ἐπειδὴ αὐτοὶ κανὲν κακὸν δὲν ἔπραξαν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐφυλακίσαμεν ἀδίκως καὶ παρανόμως».
Ἔκαμαν λοιπὸν οἱ Ὅσιοι ἔγκλειστοι ἡμέρας ἓξ τελείως νήστεις καὶ τὴν ἑβδόμην ἔστειλεν ὁ τύραννος πρόσταγμα, νὰ ἀφήσουν τὸν Ἅγιον νὰ ὑπάγῃ πάλιν εἰς τὸ κελλίον του, διότι τὸν ἐπολέμουν οἱ Σκῦθαι καὶ ἐφοβήθη μήπως καὶ τὸν ἔφθασεν ἡ κατάρα τοῦ Ἁγίου, δι’ αὐτὸ εἶπε νὰ τὸν ἀφήσωσιν.