Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ὁμολογητοῦ καὶ Μάρτυρος ΣΤΕΦΑΝΟΥ τοῦ Νέου.

Λαβὼν τὴν ἐντολὴν ταύτην ὁ Κάλλιστος ἔσπευσε καὶ ἀνήγγειλε τὰ προστασσόμενα εἰς τὸν Ὅσιον, ὅστις ταῦτα ἀκούσας ἀπεκρίνατο· «Μὴ γένοιτο νὰ προσυπογράψω τὴν ψευδῆ ταύτην καὶ ἀνίερον Σύνοδον, νὰ ὀνομάσω φῶς τὸ σκότος καὶ γλυκὺ τὸ πικρότατον, ὅτι ἕτοιμος εἶμαι νὰ χύσω τὸ αἷμά μου διὰ τὴν τῶν σεπτῶν Εἰκόνων προσκύνησιν· λάβε δὲ ὀπίσω αὐτὰ τὰ φαγητά, τὰ ὁποῖα μοῦ ἔστειλε, καὶ εἰπέ του, ὅτι ἐγὼ δὲν χρειάζομαι ἀπ’ αὐτόν, διότι μὴ γένοιτο νὰ γλυκανθῇ ὁ λάρυγξ μου ἀπὸ αἱρετικῶν βρώματα ἢ νὰ λιπάνῃ τὴν κεφαλήν μου ἁμαρτωλοῦ ἔλαιον».

Ταῦτα ἀνήγγειλε πρὸς τὸν βασιλέα ἐπιστρέψας κατῃσχυμμένος ὁ Κάλλιστος. Ὅθεν ἐθυμώθη πολὺ ὁ βασιλεὺς καὶ ἔστειλε, στρατιώτας μὲ τὰ ξίφη καὶ αὐτὸν τὸν Κάλλιστον, προστάσσων αὐτοὺς νὰ ἁρπάσουν τὸν Στέφανον, νὰ τὸν κατεβάσουν εἰς τὸ κάτω Μοναστήριον, καὶ νὰ τὸν φυλάττουν ἐκεῖ ἕως εἰς ἄλλην πρόσταξιν. Φθάσαντες λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι μὲ σπουδὴν εἰς τὸ σπήλαιον ἐτράβηξαν ἔξω βιαίως τὸν Ὅσιον, ὅστις ἀπὸ τὴν πολλὴν κάκωσιν τοῦ τόπου καὶ τὴν πολλὴν ἐγκράτειαν ἦτο εἰς τοὺς μηροὺς τὸ δέρμα κολλημένον μὲ τὰ ὀστᾶ καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ, οὔτε νὰ σταθῇ εἰς τοὺς πόδας του· λοιπὸν τὸν ἐλυπήθησαν δύο ἀπ’ ἐκείνους τοὺς ἀσπλάγχνους καὶ τὸν ἐσήκωσαν εἰς τὰς χεῖράς των καὶ βαστάζοντες αὐτὸν ἐπῆγαν καὶ τὸν ἐσφάλισαν μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ κοιμητήριον, φυλάττοντες αὐτὸν κατὰ τὸ πρόσταγμα. Ὁ δὲ Ὅσιος μὲ ὅλα ταῦτα τὰ λυπηρὰ (καθότι τὸν ἐφύλαττον ὡς κακοῦργον) δὲν ἠμέλει ποσῶς, ἀλλὰ ἔψαλλε ταῦτα μὲ τοὺς συντρόφους· «Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν, Ἀγαθέ», καὶ ἄλλα τροπάρια τῆς Ὀρθοδοξίας ἁρμόδια· ἔπειτα ἔλεγε καὶ τοῦτο· «Τοῖς τῶν ἐμῶν λογισμῶν λῃσταῖς περιπεσών, ἐσυλήθην ὁ τάλας τὸν νοῦν καὶ τὰ λοιπά· τὰ ὁποῖα ἀκούοντες ἔξω τῆς θύρας οἱ φύλακες, ἐταλάνιζον τὸν ἑαυτόν των λέγοντες· «Οὐαί μας, ὅτι δικαίως μᾶς λέγουσι λῃστὰς αὐτοὶ οἱ Ὅσιοι, ἐπειδὴ αὐτοὶ κανὲν κακὸν δὲν ἔπραξαν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐφυλακίσαμεν ἀδίκως καὶ παρανόμως».

Ἔκαμαν λοιπὸν οἱ Ὅσιοι ἔγκλειστοι ἡμέρας ἓξ τελείως νήστεις καὶ τὴν ἑβδόμην ἔστειλεν ὁ τύραννος πρόσταγμα, νὰ ἀφήσουν τὸν Ἅγιον νὰ ὑπάγῃ πάλιν εἰς τὸ κελλίον του, διότι τὸν ἐπολέμουν οἱ Σκῦθαι καὶ ἐφοβήθη μήπως καὶ τὸν ἔφθασεν ἡ κατάρα τοῦ Ἁγίου, δι’ αὐτὸ εἶπε νὰ τὸν ἀφήσωσιν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος εἶναι ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς Αʹ πατριαρχεύσας τὸ 714-730. Ἐξωρίσθη ὑπὸ τοῦ Ἰσαύρου, δι’ ὃ καὶ Ὁμολογητὴς ἀπεκλήθη. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν ιβʹ (12ην) Μαΐου (βλέπε Τόμον Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Βλέπε περὶ τοῦ θαύματος τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ (βλέπε Τόμον Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[3] Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τόμ. ΙΓʹ «Συναξαριστὴς Τριῳδίου».

[4] Ὁ Ὅσιος οὗτος Αὐξέντιος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450), ἡ δὲ μνήμη αὐτοῦ τιμᾶται τὴν ιδʹ (14ην) Φεβρουαρίου (βλέπε εἰς Τόμον Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[5] Οὕτως ἴσως ὠνομάζει τὴν νοτίως τῆς Μ. Ἀσίας θάλασσαν.

[6] Κωνσταντῖνος Εʹ ὁ Κοπρώνυμος (741-775) καὶ ὁ τούτου υἱὸς Λέων Δʹ ὁ Χάζαρος (775-780). Τοῦτον ὁ πατήρ του Κωνσταντῖνος Εʹ εἶχεν ἀνακηρύξει συμβασιλέα ἀπὸ τοῦ πρώτου ἔτους τῆς ἡλικίας του (751) διὸ καὶ ὁ χαιρετισμὸς ἀπευθύνεται ἀπὸ μέρους τῶν δύο συμβασιλέων. Τοῦ Λέοντος Δʹ σύζυγος ὑπῆρξεν ἡ Εἰρήνη ἡ μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ συγκαλέσασα τὴν Ἁγίαν Ζʹ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει 787 καὶ ἀναστηλώσασα τὴν Ὀρθοδοξίαν. Περὶ τῶν συμβάντων κατὰ τὴν περίοδον τῆς Εἰκονομαχίας βλέπε γενικώτερον εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τόμ. ΙΓʹ «Συναξαριστὴς Τριῳδίου».

[7] Συρογενής· γεννηθεὶς ἐκ Σύρων, δηλαδὴ ἀλλόφυλος. Βιτάλιος· ζωντανός, ζωώδης.

[8] «Καὶ εἶπεν Ἠλιού· οὐ διαστρέφω τὸν Ἰσραήλ ὅτι ἀλλ’ ἢ σὺ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου» (Γʹ Βασιλ. ιηʹ 18).

[9] «Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ» (Ψαλμ. βʹ 1-2).