Τῇ ΚΗ’ (28ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ὁμολογητοῦ καὶ Μάρτυρος ΣΤΕΦΑΝΟΥ τοῦ Νέου.

Ἡ δὲ δολία καὶ μυσαρὰ δούλη (οὕτω τοῦ τυράννου προστάξαντος) ἵστατο ἔμπροσθεν αὐτῆς ὑβρίζουσα καὶ κατηγοροῦσα τὴν Ἄνναν καὶ κινοῦσα τὰς χεῖρας κατ’ αὐτῆς ἡ πάντολμος, τινὲς δὲ τῶν παρεστώτων προσεποιοῦντο ὅτι τὴν ἐλυποῦντο καὶ τὴν συνεβούλευον νὰ κάμῃ τοῦ βασιλέως τὸ θέλημα, νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν βάσανον· ἀλλ’ αὐτὴ ἡ τρισμακάριστος δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ κανὲν ψεῦμα. Ὅταν λοιπὸν τὴν εἶδεν ὁ τύραννος, ὅτι ἐλιποθύμησεν ἀπὸ τὰς πληγάς, ἠγέρθη τοῦ θρόνου καὶ προστάσσει νὰ τὴν φυλάττουν εἰς τόπον τινὰ ἀνεπιμέλητον ἕως οὗ τελευτήσῃ αὕτη ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν, ὅπερ καὶ ἐγένετο, τελειωθείσης τῆς μακαρίας Ἄννης ἀπὸ τὰς βασάνους, αὐτὸς δὲ ἐζήτει τρόπον καὶ μηχανὴν νὰ φονεύσῃ καὶ τὸν δίκαιον ἄδικα.

Προσκαλέσας λοιπὸν ὁ βασιλεὺς νέον τινὰ χειροδύναμον, τοῦ ὁποίου ἔκαμε πολλὰς εὐεργεσίας, ὀνομαζόμενον Γεώργιον, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πόσην ἀγάπην ἔχεις πρὸς ἐμέ, φίλε μου;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τόσον ἐπιθυμῶ τὴν ὑγείαν σου, ὥστε εἶμαι ἕτοιμος νὰ λάβω διὰ τὴν ἀγάπην σου θάνατον». Εὐχαριστήσας λοιπὸν αὐτὸν ὁ τύραννος καὶ ὀνομάζων αὐτὸν νέον Ἰσαὰκ καὶ ἄλλα τοιαῦτα, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Οὔτε νὰ ἀποθάνῃς θέλω δι’ ἐμέ, οὔτε μέλος μικρὸν νὰ ὑστερηθῇς τοῦ σώματος, μόνον ταύτην τὴν χάριν νὰ μοῦ κάμῃς προθύμως. Ὕπαγε εἰς τὸν βουνὸν τοῦ Αὐξεντίου, νὰ εὕρῃς τὸν ἀμνημόνευτον Στέφανον καὶ νὰ τὸν καταπείσῃς νὰ σὲ κουρεύσῃ Μοναχόν, ἔπειτα νὰ ἔλθῃς πρὸς ἐμὲ μαυροφορεμένος τρέχων». Ὁ δὲ ὑπεσχέθη νὰ τελέσῃ τὸ προστασσόμενον· καὶ ἀπελθὼν πλησίον τοῦ σπηλαίου ἐκρύβη εἰς τοὺς θάμνους ἕως τὴν νύκτα καὶ τότε, ἐξελθὼν ἐφώναζεν ὅτι ἔχασε τὸν δρόμον καὶ ἐζήτει νὰ τὸν βοηθήσουν διὰ τὸν Κύριον, νὰ μὴ τὸν φάγωσι τὰ θηρία.

Ἀκούσας ὁ Ἅγιος τὰς φωνάς, εἶπεν εἰς τὸν Μαρῖνον νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὸν κελλίον του καὶ βλέπων αὐτὸν ὅτι εἶχεν ἐξυρισμένα τὰ γένεια ἐγνώρισεν, ὅτι ἦτο ἀπὸ τὰ βασίλεια καὶ ἐρωτήσας αὐτὸν τὶ ἤθελεν, ἀπεκρίθη ὁ δόλιος, ὅτι διὰ νὰ μὴ κολασθῇ συναναστρεφόμενος μὲ εἰκονομάχους ἔφυγε τὸν κόσμον καὶ ἐπόθει νὰ γίνῃ Μοναχός.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἅγιος, εἶπε πρὸς αὐτόν, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν κουρεύσῃ, διότι ἐφοβεῖτο τον βασιλέα νὰ μὴ τὸν θανατώσῃ ὡς τύραννος. Τότε ὁ δόλιος, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ μὴ ἔχη ὑποψίαν τινὰ εἰς αὐτόν, εἶπε ταῦτα μὲ προσποιητὴν θερμότητα· «Εἰς τὸν Θεὸν σὲ καταγγέλλω νὰ δώσῃς ἀπολογίαν διὰ τὴν ψυχήν μου, ἐὰν δὲν μὲ κουρεύσῃς σήμερον, διότι ἐπιστρέφω πάλιν εἰς τὰ πρότερα».


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος εἶναι ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς Αʹ πατριαρχεύσας τὸ 714-730. Ἐξωρίσθη ὑπὸ τοῦ Ἰσαύρου, δι’ ὃ καὶ Ὁμολογητὴς ἀπεκλήθη. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν ιβʹ (12ην) Μαΐου (βλέπε Τόμον Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[2] Βλέπε περὶ τοῦ θαύματος τούτου καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ (βλέπε Τόμον Εʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[3] Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τόμ. ΙΓʹ «Συναξαριστὴς Τριῳδίου».

[4] Ὁ Ὅσιος οὗτος Αὐξέντιος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450), ἡ δὲ μνήμη αὐτοῦ τιμᾶται τὴν ιδʹ (14ην) Φεβρουαρίου (βλέπε εἰς Τόμον Βʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»).

[5] Οὕτως ἴσως ὠνομάζει τὴν νοτίως τῆς Μ. Ἀσίας θάλασσαν.

[6] Κωνσταντῖνος Εʹ ὁ Κοπρώνυμος (741-775) καὶ ὁ τούτου υἱὸς Λέων Δʹ ὁ Χάζαρος (775-780). Τοῦτον ὁ πατήρ του Κωνσταντῖνος Εʹ εἶχεν ἀνακηρύξει συμβασιλέα ἀπὸ τοῦ πρώτου ἔτους τῆς ἡλικίας του (751) διὸ καὶ ὁ χαιρετισμὸς ἀπευθύνεται ἀπὸ μέρους τῶν δύο συμβασιλέων. Τοῦ Λέοντος Δʹ σύζυγος ὑπῆρξεν ἡ Εἰρήνη ἡ μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ συγκαλέσασα τὴν Ἁγίαν Ζʹ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει 787 καὶ ἀναστηλώσασα τὴν Ὀρθοδοξίαν. Περὶ τῶν συμβάντων κατὰ τὴν περίοδον τῆς Εἰκονομαχίας βλέπε γενικώτερον εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τόμ. ΙΓʹ «Συναξαριστὴς Τριῳδίου».

[7] Συρογενής· γεννηθεὶς ἐκ Σύρων, δηλαδὴ ἀλλόφυλος. Βιτάλιος· ζωντανός, ζωώδης.

[8] «Καὶ εἶπεν Ἠλιού· οὐ διαστρέφω τὸν Ἰσραήλ ὅτι ἀλλ’ ἢ σὺ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου» (Γʹ Βασιλ. ιηʹ 18).

[9] «Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ» (Ψαλμ. βʹ 1-2).