Ἡ δὲ δολία καὶ μυσαρὰ δούλη (οὕτω τοῦ τυράννου προστάξαντος) ἵστατο ἔμπροσθεν αὐτῆς ὑβρίζουσα καὶ κατηγοροῦσα τὴν Ἄνναν καὶ κινοῦσα τὰς χεῖρας κατ’ αὐτῆς ἡ πάντολμος, τινὲς δὲ τῶν παρεστώτων προσεποιοῦντο ὅτι τὴν ἐλυποῦντο καὶ τὴν συνεβούλευον νὰ κάμῃ τοῦ βασιλέως τὸ θέλημα, νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν βάσανον· ἀλλ’ αὐτὴ ἡ τρισμακάριστος δὲν ἤθελε νὰ εἰπῇ κανὲν ψεῦμα. Ὅταν λοιπὸν τὴν εἶδεν ὁ τύραννος, ὅτι ἐλιποθύμησεν ἀπὸ τὰς πληγάς, ἠγέρθη τοῦ θρόνου καὶ προστάσσει νὰ τὴν φυλάττουν εἰς τόπον τινὰ ἀνεπιμέλητον ἕως οὗ τελευτήσῃ αὕτη ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν, ὅπερ καὶ ἐγένετο, τελειωθείσης τῆς μακαρίας Ἄννης ἀπὸ τὰς βασάνους, αὐτὸς δὲ ἐζήτει τρόπον καὶ μηχανὴν νὰ φονεύσῃ καὶ τὸν δίκαιον ἄδικα.
Προσκαλέσας λοιπὸν ὁ βασιλεὺς νέον τινὰ χειροδύναμον, τοῦ ὁποίου ἔκαμε πολλὰς εὐεργεσίας, ὀνομαζόμενον Γεώργιον, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Πόσην ἀγάπην ἔχεις πρὸς ἐμέ, φίλε μου;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Τόσον ἐπιθυμῶ τὴν ὑγείαν σου, ὥστε εἶμαι ἕτοιμος νὰ λάβω διὰ τὴν ἀγάπην σου θάνατον». Εὐχαριστήσας λοιπὸν αὐτὸν ὁ τύραννος καὶ ὀνομάζων αὐτὸν νέον Ἰσαὰκ καὶ ἄλλα τοιαῦτα, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Οὔτε νὰ ἀποθάνῃς θέλω δι’ ἐμέ, οὔτε μέλος μικρὸν νὰ ὑστερηθῇς τοῦ σώματος, μόνον ταύτην τὴν χάριν νὰ μοῦ κάμῃς προθύμως. Ὕπαγε εἰς τὸν βουνὸν τοῦ Αὐξεντίου, νὰ εὕρῃς τὸν ἀμνημόνευτον Στέφανον καὶ νὰ τὸν καταπείσῃς νὰ σὲ κουρεύσῃ Μοναχόν, ἔπειτα νὰ ἔλθῃς πρὸς ἐμὲ μαυροφορεμένος τρέχων». Ὁ δὲ ὑπεσχέθη νὰ τελέσῃ τὸ προστασσόμενον· καὶ ἀπελθὼν πλησίον τοῦ σπηλαίου ἐκρύβη εἰς τοὺς θάμνους ἕως τὴν νύκτα καὶ τότε, ἐξελθὼν ἐφώναζεν ὅτι ἔχασε τὸν δρόμον καὶ ἐζήτει νὰ τὸν βοηθήσουν διὰ τὸν Κύριον, νὰ μὴ τὸν φάγωσι τὰ θηρία.
Ἀκούσας ὁ Ἅγιος τὰς φωνάς, εἶπεν εἰς τὸν Μαρῖνον νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὸν κελλίον του καὶ βλέπων αὐτὸν ὅτι εἶχεν ἐξυρισμένα τὰ γένεια ἐγνώρισεν, ὅτι ἦτο ἀπὸ τὰ βασίλεια καὶ ἐρωτήσας αὐτὸν τὶ ἤθελεν, ἀπεκρίθη ὁ δόλιος, ὅτι διὰ νὰ μὴ κολασθῇ συναναστρεφόμενος μὲ εἰκονομάχους ἔφυγε τὸν κόσμον καὶ ἐπόθει νὰ γίνῃ Μοναχός.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἅγιος, εἶπε πρὸς αὐτόν, ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν κουρεύσῃ, διότι ἐφοβεῖτο τον βασιλέα νὰ μὴ τὸν θανατώσῃ ὡς τύραννος. Τότε ὁ δόλιος, διὰ νὰ τὸν κάμῃ νὰ μὴ ἔχη ὑποψίαν τινὰ εἰς αὐτόν, εἶπε ταῦτα μὲ προσποιητὴν θερμότητα· «Εἰς τὸν Θεὸν σὲ καταγγέλλω νὰ δώσῃς ἀπολογίαν διὰ τὴν ψυχήν μου, ἐὰν δὲν μὲ κουρεύσῃς σήμερον, διότι ἐπιστρέφω πάλιν εἰς τὰ πρότερα».