ἐπῆγε δὲ ὁ Ἅγιος καὶ μὴ θέλων διὰ νὰ μὴ γίνῃ παρήκοος τοῦ θείου προστάγματος, ὑπεδέχθη δὲ αὐτὸν ὁ Πάπας φιλοφρόνως καὶ φιλικῶς ἀσπασάμενος, ἐκάλεσεν ὁμοῦ καὶ τὸν Ἀββᾶν Μάρκον. Βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ Ἅγιος ἐδάκρυσεν ἀπὸ τὴν χαράν του καὶ ἠσπάσθησαν ἀλλήλους μὲ πολλὴν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνεύματος.
Ἀφοῦ δὲ ἀνεχώρησεν ὁ λαὸς καὶ ἔμειναν μόνοι των ὁ Πάπας μὲ δύο Ἐπισκόπους, ἐφανέρωσεν ὁ Πάπας εἰς τὸν Ἅγιον τὴν θείαν ὅρασιν, ὅτι ἄνωθεν ἐψηφίσθη Ἀκραγαντίνων Ἐπίσκοπος καὶ νὰ μὴ ἐναντιωθῇ, διὰ νὰ μὴ παροξύνῃ τὸν Κύριον. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐζήτησεν ὀλίγην διορίαν, νὰ συλλογισθῇ τὸ συμφερώτερον. Συμβουλευθεὶς δὲ τὸν Ἀββᾶν Μάρκον, τὸν φίλον του, ἐμελέτα νὰ φύγῃ, νομίζων ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος διὰ τοιαύτην ἀξίαν. Ὁ δὲ Μάρκος τὸν παρεκίνησε πολὺ νὰ μὴ φανῇ παρήκοος εἰς τὸν Θεόν, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρετή, ἀλλὰ καταφρόνησις. Τοῦ ἐνεθύμιζε δὲ καὶ τὴν πρόρρησιν, τὴν ὁποίαν τοῦ εἶπεν ὁ Ἅγιος ἐκεῖνος Γέρων, περὶ τοῦ ὁποίου εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι μέλλει νὰ γίνῃ Ἐπίσκοπος. Μετὰ βίας λοιπὸν τὸν κατέπεισεν ὁ Ἀββᾶς Μάρκος νὰ δεχθῇ τὴν ἀξίαν ὁ ἄξιος. Ὁ δὲ Πάπας συνάξας ὅλους τοὺς Σικελούς, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἂς ὑπάγωμεν, ἀδελφοί, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ παρακαλέσωμεν ὅλοι συμφώνως τὸν Κύριον, νὰ μᾶς φανερώσῃ μὲ κανένα σημεῖον παράδοξον, τὶς εἶναι ἄξιος νὰ τὸν κάμωμεν Ἐπίσκοπον». Ἀπελθόντες λοιπὸν εἰς τὸν Ναὸν ἐλειτούργησεν. Ἔπειτα ἐξῆλθε μὲ ὅλον τὸ πλῆθος νὰ κάμωσι κοινῶς λιτανείαν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἱκετήριον δέησιν. Τὸν δὲ Γρηγόριον ἐπρόσταξε νὰ εἴπῃ εἰς τὸν ἄμβωνα τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐθαύμασε τὴν γλυκύτητα τοῦ στόματος αὐτοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐτελείωσε τὴν συναπτήν, ἐξῆλθε μία περιστερὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐκάθησεν εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Γρηγορίου, ἰδόντες δὲ τοιοῦτον παράδοξον θαῦμα πάντες ἐξέστησαν καὶ χαίροντες ἐχειροτόνησαν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς Ἐπίσκοπον τῆς τῶν Ἀκραγαντίνων Ἐκκλησίας τὸν θεῖον Γρηγόριον.
Ὁ δὲ πατὴρ τοῦ Γρηγορίου δὲν ἐγνώριζεν ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ υἱός του. Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἐπῆγεν ὁ Ἀββᾶς Μάρκος εἰς τὸ κελλίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡσύχαζεν ὁ Γρηγόριος, ἐνῷ δὲ συνωμίλουν, ἦλθεν ἐκεῖ καὶ ὁ Χαρίτων καὶ λέγει πρὸς αὐτούς· «Εὔχεσθε δι’ ἐμέ, νὰ μὲ ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νὰ ἴδω τὸ τέκνον μου». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Μάρκος· «Δὲν σοῦ ὑπεσχέθην, κὺρ Χαρίτων, νὰ τὸν ἴδῃς εἰς τὴν ζωὴν ταύτην;». Ὁ δὲ εἶπε· «Ναί, Πάτερ, καὶ δι’ αὐτὸ διψῶ νὰ ἀκούσω λόγον ἀπὸ σέ, καὶ εἰπέ μοι τὴν ἀλήθειαν».