Τότε κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ κατέλυσεν εἰς Μοναχόν τινα ἐγγράμματον καὶ ἐνάρετον ὀνόματι Φιλάρετον, καὶ μετέφρασε τοὺς λόγους τοῦ θείου Χρυσοστόμου ἐπιμελῶς. Βλέπων δὲ ἐκεῖνος τὸν Γρηγόριον, ὅτι ἔκαμνεν ἑπτὰ ἡμέρας χωρὶς νὰ φάγῃ τίποτε καὶ τὴν ὀγδόην ἔτρωγε λάχανα μὲ τὸ ἅλας μόνον καὶ οὐδὲν ἕτερον, ἔπειτα ἠγρύπνει καὶ ἐκοπίαζε περισσότερον, μάλιστα δὲ ὅτι ἦτο εἰς τὰς ἐπιστήμας σοφώτατος, ἐθαύμαζε καὶ τὸ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Πατριάρχην, ὅστις ἔστειλε δύο σοφοὺς ἄνδρας, τὸν φιλόσοφον Μάξιμον καὶ Κωνσταντῖνον τὸν χαρτοφύλακα νὰ τὸν δοκιμάσουν, ἐὰν ἦτο χρήσιμος καὶ λόγιος ἄνθρωπος. Οἱ δέ, συνομιλήσαντες μετ’ αὐτοῦ, ἐθαύμασαν τὴν σοφίαν του καὶ τὴν τοῦ νοός του ὀξύτητα, ἐπειδὴ ὅσας ἀπορίας τοῦ εἶπον περὶ Θεολογίας, εὐθὺς ἔδιδε τὴν δέουσαν ἀπάντησιν εἰς πᾶσαν ἐρώτησιν. Ὅθεν ἀπελθόντες ἀνήγγειλαν πρὸς τὸν Πατριάρχην ὅλην τὴν ἀλήθειαν, λέγοντες ὅτι ὁ Γρηγόριος ἦτο εἰς τὴν γνώμην καὶ τὴν γλῶσσα ἀήττητος.
Ἐχάρη λοιπὸν ὁ Πατριάρχης καὶ ἔστειλε νὰ φέρουν τὸν Ἅγιον, ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος ἠρνεῖτο, διότι δὲν ἦθελε νὰ διακόψῃ τὴν περιπόθητον εἰς αὐτὸν ἡσυχίαν καὶ ἄσκησιν, ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ τὸν φέρουν διὰ τῆς βίας. Τούτου δὲ γενομένου βλέπων ἐκεῖνο τὸ γαληνὸν ἦθος, τὸ σεμνὸν σχῆμα καὶ τὰς λοιπὰς τοῦ ἀνδρὸς ἀρετάς, ᾐχμαλωτίσθη ἀπὸ τοὺς λόγους ἐκείνους τῶν σειρήνων καὶ σχεδὸν δὲν ἠδύνατο νὰ ξεχωρίσῃ ἀπ’ αὐτὸν· τοσοῦτον μάλιστα, καθ’ ὅσον ἔβλεπεν ὅτι καὶ περὶ ὅσων δυσκόλων προβλημάτων τοῦ ὑπέβαλον ἐρωτήσεις οἱ πρεσβύτεροι φιλόσοφοι, ἐκεῖνος ἔλυεν εὐθὺς τὰ προβλήματα ταῦτα μὲ σαφήνειαν ἱκανὴν καὶ πολλὴν βεβαιότητα. Παραμείνας δὲ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ ἡμέρας εἴκοσι καὶ ὑπὸ πάντων θαυμαζόμενος διὰ τὴν σοφίαν καὶ ἁπλότητά του, ἐζήτησεν εὐλογίαν νὰ ἀναχωρήσῃ. Ἀλλ’ ὁ Πατριάρχης δὲν τοῦ ἐπέτρεψε, λέγων ὅτι τότε ἦτο κατὰ πολλὰ ἡπλωμένη ἡ αἵρεσις τῶν Μονοθελητῶν· ὅθεν θὰ ἐγίνετο Σύνοδος καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ παραμείνῃ διὰ νὰ διαλύσῃ τὰς πλοκὰς καὶ πανουργίας αὐτῶν μὲ τὴν εὐγλωττίαν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεός. Τότε καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ἔμεινε. Συνηθροίζοντο δὲ πανταχόθεν Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί, ὁ δὲ Ἅγιος συνέθετε σοφώτατα λόγους πολλούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἀπεδείκνυε φλυαρήματα καὶ ἄξια γέλωτος τὰ δόγματα τῶν κακοδόξων. Ἀφοῦ δὲ συνήχθησαν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως καὶ οἱ Πατριάρχαι Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων, μόνον ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ρώμης ἔλειπε δι’ ἀσθένειαν, ἀλλ’ ἔστειλεν ἀντ’ αὐτοῦ ἐπίτροπον, ἔγινε μεγάλη διάλεξις, ἠγωνίζοντο δὲ οἱ δεινοὶ αἱρεσιάρχαι μὲ τὴν πιθανολογίαν των διὰ νὰ κλέψωσιν οἱ τρισάθλιοι τὴν ἀλήθειαν [3].