Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΙΑΚΩΒΟΥ καὶ τῶν δύο μαθητῶν αὐτοῦ ΙΑΚΩΒΟΥ Διακόνου καὶ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Μοναχοῦ τῶν δι’ ἀγχόνης τελειωθέντων κατὰ τὸ ͵αφκ’ (1520) ἔτος.

Εἰς δὲ τὸν Παπα-Θεωνᾶν νὰ ὑπακούητε ὡς εἰς ἐμέ, καὶ νὰ ἐξομολογῆσθε εἰς αὐτὸν τοὺς λογισμούς σας· μὴ χωρισθῆτε δὲ ἀπ’ ἀλλήλων, ἀλλ’ ὑπομείνατε ὅ,τι διωγμοὺς καὶ θλίψεις θέλετε ἔρει. Οὕτω ποιήσατε, ἵνα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἴη μεθ’ ὑμῶν. Ἀμήν».

Ἀφοῦ ἔγραψε τὴν ἐπιστολήν, ἔφθασαν οἱ βασιλικοὶ ἄνθρωποι (Σελήμης δὲ ἦτο οὗτος ὁ ἀπηνὴς καὶ ὠμότατος) καὶ ἔβγαλαν οἱ ὑπηρέται ἀπὸ τὴν φυλακὴν τὸν Ὅσιον καὶ τοὺς δύο μαθητάς του, τὸν Ἰάκωβον τὴν τάξιν Διάκονον καὶ τὸν Διονύσιον, καὶ τοὺς ἔβαλαν ἱππεύοντας εἰς ἵππους, δέσαντες τοὺς πόδας αὐτῶν μὲ ἁλύσεις σιδηρᾶς διὰ νὰ τοὺς ὑπάγουν εἰς τὸν βασιλέα· καὶ φθάσαντες εἰς Ἀδριανούπολιν δὲν εὗρον ἐκεῖ τὸν βασιλέα, ἀλλὰ εἰς ἄλλην πόλιν, Διδυμότειχον ὀνομαζομένην. Ὅθεν τοὺς ἐπῆγαν ἐκεῖ καὶ ἐπρόσταξε νὰ ἔλθουν ἔμπροσθέν του νὰ τοὺς ἐξετάσῃ· ἀφοῦ δὲ παρεστάθησαν εἰς τὸ κριτήριόν του, δὲν ἐδειλίασαν, ἀλλὰ μὲ ἀνδρείαν ἔκαμναν τὰς ἀποκρίσεις. Καὶ ὁ τύραννος βλέπων αὐτοὺς μὲ ἄγριον βλέμμα εἶπεν εἰς τὸν Ὅσιον· «Εἰπέ, τί εἶναι αὐτὰ ὅπου ἤκουσα διὰ σέ; καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν συνάγεις τοὺς ραγιάδες εἰς ἑαυτόν; μήπως εἶσαι κριτής;». Εἰς ταῦτα ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη· «Σὺ εἶσαι κριτής, ὅστις κυριεύεις τὸν κόσμον τοῦτον· εἰς ἐμὲ ἐδόθη ἄλλη κρίσις, νὰ διδάσκω τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν νὰ κάμνουν τὰς παραγγελίας τοῦ Θεοῦ». Λέγει ὁ τύραννος· «Ποία κρίσις σοῦ ἐδόθη παρὰ Θεοῦ;». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος· «Νὰ διδάσκω τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ὁμοφύλους μου Χριστιανούς, διὰ νὰ ἐργάζωνται τὰς ἁγίας αὐτοῦ ἐντολὰς καὶ νὰ μὴ κάμνουν κανὲν κακόν». Ὁ δὲ τύραννος ταῦτα ἀκούσας ἐθυμώθη περισσότερον καὶ μὲ θυμὸν τοῦ λέγει· «Ἀνόητος κεφαλή, λέγε μου τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ κρύπτῃς ἐκεῖνα ὅπου ἔμαθα ἐγὼ ἀπὸ τοὺς ὁμοπίστους σου». Λέγει ὁ Ὅσιος· «Ἐὰν ζητῇς νὰ μάθῃς τὴν ἀλήθειαν, αὐτὴ ὅπου σοῦ εἶπα εἶναι καὶ εἰς τὰς χεῖρας σου εἶμαι καὶ κάμε ὅ,τι θέλεις».

Τότε προσέταξεν ὁ τύραννος νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιον καὶ νὰ τὸν δείρουν ὥραν πολλὴν μὲ βούνευρα καὶ δερόμενος καθόλου δὲν ἐλάλει, ἀλλὰ μιμούμενος τὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα Χριστὸν καὶ σιωπῶν ὑπέμεινε τὰς βασάνους ἀνδρείως τόσον, ὥστε ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐπαιδεύετο ἄλλος τις. Εἶτα προσέταξεν ὁ κατηραμένος νὰ δείρουν τοὺς μαθητάς του, καὶ ἰδὼν ὅτι αἰτίαν θανάτου δὲν εἶχον, προσέταξε νὰ τοὺς φυλακίσουν· καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν εἶπε καὶ τοὺς ἔφεραν ἔμπροσθέν του καὶ πολὺ τοὺς ἐβασάνισε.


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος ὁ Ἅγιος Νήφων ἑορτάζεται κατὰ τὴν ιαʹ (11ην) Αὐγούστου. Βλέπε τὸν Βίον αὐτοῦ εἰς τὸν τόμον Ηʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Ἔνθα νῦν ἡ τῶν Ἰβήρων καλουμένη Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

[3] Ἡ οὐγγία ἀντιστοιχεῖ πρὸς 25 περίπου γραμμάρια.

[4] Τὸ χωρίον Δερβέκιστα ἔχει μετονομασθῆ σήμερον εἰς Ἀνάληψιν. Τὸ δὲ Ἀπόκουρον ἦτο μία ἀπὸ τὰς δέκα ἐπαρχίας, εἰς τὰς ὁποίας εἶχε διαιρεθῆ ἡ Αἰτωλοακαρνανία ἐπὶ Καποδιστρίου (1831-1833). Ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἦτο τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἀρματολίκια εἰς τὰ ὁποῖα ἦτο διῃρημένη τότε ἡ σημερινὴ Τριχωνία.

[5] Περὶ τοῦ Ἀρχιερέως τούτου Ἄρτης Ἀκακίου βλέπε καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 70 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[6] Βλέπε εἰς τὴν δʹ (4ιν) Ἀπριλίου (Τόμος Δʹ) τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅτε ὁ Ὅσιος οὗτος Θεωνᾶς ἑορτάζεται.