Τοῦτο μὴ ὑποφέρων ὁ τοῦ σκότους πατὴρ διάβολος, ὁ πάντοτε φθόνον πνέων κατὰ τοῦ Ὁσίου, τί κάμνει; Εὗρεν ὁ κατηραμένος ὄργανον ἄξιον τῆς κακίας του, εἰς τὸ ὁποῖον καὶ κατῴκησεν· ἦτο δὲ οὗτος οὐχὶ ἁπλοῦς καὶ ἀγράμματος ἄνθρωπος, ἀλλὰ (ἀλλοίμονον εἰς τὴν μεγάλην κακίαν!) ὁ Ἀρχιερεὺς τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης, Ἀκάκιος ὀνομαζόμενος [5], παγκάκιστον ἔχων τὸν τρόπον, ὁ ὁποῖος πρῶτον ἐδέχθη τὸν Ἅγιον, καθὼς προείπομεν, καὶ τοῦ ἔστειλε καὶ γράμμα φιλικόν, διὰ νὰ ἐξομολογῇ τοὺς ἀνθρώπους, ὕστερον ὅμως ἠπατήθη ὁ ἄθλιος ἀπό τινας ψευδομοναχούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον «Ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β’ Τιμ. γ’ 5) καὶ ὁ Ἄρτης Ἀκάκιος ἔγινεν (ἀλλοίμονον! πάλιν λέγω) αἴτιος τῆς τοῦ δικαίου προδοσίας! Καὶ ὄχι μόνον ὅ,τι ἤκουσεν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς κακομοναχούς, ἀλλὰ ἔκαμνε καὶ μερικὰς παρανομίας, τὰς ὁποίας διὰ τὸ ἄτοπον σιωπῶμεν κατὰ τὸν Ἀπόστολον. Ταῦτα δὲ ἔπραξεν, ἐπειδὴ ἐφοβεῖτο ὁ κακὸς Ἀρχιερεὺς μὴ φανερωθοῦν αἱ κακίαι του, ἐπειδὴ ἤκουσε διὰ τὸν μάγον, περὶ τοῦ ὁποίου προείπομεν, καὶ δι’ ὅλους τοὺς ἄλλους, οἵτινες δὲν ἐξωμολογοῦντο καθαρῶς, τοὺς ὁποίους ἐλέγχων ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὸν τρόπον, τοὺς ἔφερεν εἰς μετάνοιαν. Ἐπειδὴ δέ, καθὼς γνωρίζομεν, οἱ ἄνθρωποι λέγουν τὰ πράγματα ὅπως ἀρέσκει εἰς τὸν καθένα, διὰ τοῦτο εὗρον οἱ ψευδομοναχοὶ ἐκεῖνοι, περὶ ὧν προείπομεν, αἰτίαν καὶ κατηγόρησαν τὸν Ὅσιον εἰς τὸν Ἄρτης λέγοντες πρὸς αὐτόν· «Ὅσοι δὲν θέλουν νὰ ἐξομολογηθοῦν εἰς αὐτὸν, φανερώνει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματά των».
Τοῦτο ἐτάραξε καὶ ἐσύγχυσε τὸν Ἄρτης καὶ τὸν ἔδειξε προδότην ἀντὶ ποιμένα καὶ πολλάκις ἔστειλεν ὁ Ὅσιος τινὰς τῶν μαθητῶν του εἰς αὐτόν, καὶ τοῦ ἔλεγον ἂν θέλῃ νὰ ἔλθῃ ὁ Ἅγιος νὰ τὸν ἴδῃ νὰ ὁμιλήσουν· καὶ ὁ Ἄρτης ἔλεγεν εὐλογοφανῶς· «Ἂς μὴ πάρῃ τὸν κόπον ὁ Ἀββᾶς νὰ ἔλθῃ ἐδῶ, διότι ἔχω σκοπὸν νὰ ἔλθω ἐκεῖ»· καὶ ὅσας φορὰς τοῦ ἐμήνυσεν, οὕτω τοῦ ἀπήντα. Ὁ δὲ Ἅγιος κατεγίνετο νὰ στερεώνῃ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐργάζωνται τὴν ἀρετὴν καὶ νὰ ὑπομένουν τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς, οἵτινες ἔρχονται, διότι δὲν εἶναι ἄξια τούτου τοῦ καιροῦ τὰ παθήματα· «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα...» (Ρωμ. η’ 18), δι’ ἐκείνην τὴν δόξαν τὴν ὁποίαν θὰ λάβωμεν εἰς τὸν Παράδεισον, ὅταν θὰ κάμνωμεν τὰς παραγγελίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ Γραφὴ λέγει· «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιδ’ 22).