Ἄλλοτε πάλιν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν του ἠθέλησε νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ Μοναστήριον κρυφίως· καὶ ὁ Ὅσιος ἔμπροσθεν ὅλων εἶπεν· «Εἷς ἐξ ὑμῶν θέλει νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ Μοναστήριον κρυφίως, εἶναι δὲ ἐνδεδυμένος μὲ δύο ὑποκάμισα, θέλων νὰ μᾶς διαφύγῃ». Τοῦτο ἀκούσας ὁ Μοναχὸς καὶ ἐντραπεὶς ἔμεινεν εἰς τὴν Μονὴν καὶ διηγήθη ὕστερον τὸ πρᾶγμα. Ἀλλὰ διὰ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου ἂς παύσωμεν τὸν λόγον, διότι εἷναι πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα. Πρέπει δὲ νὰ φανερώσωμεν καὶ διὰ τὴν ἁγίαν αὐτοῦ τελείωσιν, πῶς καὶ μὲ ποῖον μαρτυρικὸν θάνατον ἔγινε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, διότι, ὡς νομίζω, οἱ ἀκούοντες τὸ μαρτύριόν του θέλουν λάβει περισσοτέραν ὠφέλειαν.
Ἐπειδὴ λοιπὸν συνέτρεχον πλήθη ἀνθρώπων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, και ἀπὸ τὰ πλέον μεμακρυσμένα χωρία διὰ νὰ βλέπουν τὸν τρισόλβιον Ὅσιον Ἰάκωβον καὶ νὰ ἐξομολογῶνται εἰς αὐτόν, φθάνοντες ἄλλοτε μὲν τὰ χίλια ἄτομα, ἄλλοτε δὲ καὶ περισσότερα, διότι ὄχι μόνον διὰ ξηρᾶς, ἀλλὰ καὶ διὰ θαλάσσης ἀκόμη ἤρχετο πλῆθος ἄμετρον, διὰ τοῦτο προσέταξεν ὁ Ὅσιος δι’ ἐπιστολῶν του καὶ ἤρχοντο ἕκαστον χωρίον κατὰ σειρὰν χωριστά, οὕτως ὥστε νὰ ἐξομολογῶνται ὅλοι ἐν ἀνέσει καὶ νὰ ἀναχωροῦν εἰρηνικοὶ καὶ ἀναπεπαυμένοι. Ὅθεν ὅλοι ὅσοι ἤρχοντο ἐχαίροντο καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, διότι τοὺς ἠξίωσε νὰ ἴδουν τοιοῦτον φωστῆρα εἰς τούτους τοὺς ὑστερινοὺς χρόνους. Πολλοὶ δὲ ἐκ τῶν προσερχομένων ἔφερον καὶ τὰ βρέφη των διὰ νὰ βαπτισθοῦν καὶ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὸν Ὅσιον καὶ ἐξωμολογοῦντο καὶ αὐτοί. Τόσον δὲ πλῆθος ἤρχετο, ὥστε δὲν τοὺς ἐχώρει τὸ Μοναστήριον, καθὼς τὸ προεῖπεν ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εἰς τοὺς μαθητάς του· ὅτι δηλαδὴ ὅλος ὁ τόπος δὲν θὰ χωρήσῃ τοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες θὰ μετέβαινον ἐκεῖ. Ὅλοι δὲ ἐλάμβανον ἀπ’ αὐτὸν ὅ,τι ἐζήτουν καὶ ἐπέστρεφον εἰς τὰς οἰκίας των χαίροντες διὰ τὴν διόρθωσιν, τὴν ὁποίαν ἐλάμβανον. Καὶ τοὺς μὲν ἐξομολογουμένους εἰρήνευε καὶ ἐστερέωνεν, ἐκείνους δὲ οἵτινες δὲ ἤθελον νὰ εἴπουν τὰς ἁμαρτίας των, τοὺς κατηγόρει μυστικὰ καὶ τοὺς ἐφανέρωνεν ὅσα ἔκαμναν καὶ μὲ ἕνα λόγον, ἀδελφοί, εἰς τοὺς τυφλοὺς ἦτο ὀφθαλμός, εἰς τοὺς χωλοὺς ἦτο βακτηρία, παρηγορία εἰς τοὺς λυπημένους, τροφὴ εἰς τοὺς πεινῶντας καὶ εἰς ὅλους ἄμισθος ἰατρὸς καὶ τροφεύς, ἦτο δὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις εἰς ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη τῆς Αἰτωλίας καὶ εἰς τὰ πέριξ αὐτῆς. Ἔχοντες δὲ αὐτὸν πάντες εἰς τὸ στόμα των, ἔλεγον τὰ θαύματά του.