Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρος ΙΑΚΩΒΟΥ καὶ τῶν δύο μαθητῶν αὐτοῦ ΙΑΚΩΒΟΥ Διακόνου καὶ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Μοναχοῦ τῶν δι’ ἀγχόνης τελειωθέντων κατὰ τὸ ͵αφκ’ (1520) ἔτος.

Ἤρχοντο λοιπὸν ἑκάστην Κυριακὴν οἱ ἐγχώριοι εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ἐλάμβανον εὐλογίας ἀπὸ τὸν Ὅσιον, εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν, διότι τοὺς ἠξίωσε νὰ ἴδουν τοιοῦτον ἅγιον ἄνθρωπον, ἐζήτουν δὲ οὗτοι νὰ ἐξομολογηθοῦν εἰς τὸν Ὅσιον, ἀλλ’ αὐτὸς χωρὶς τὴν ἄδειαν τοῦ Ἀρχιερέως δὲν ἐδέχθη κανένα· ἀναγκασθεὶς ὅμως πολὺ ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅπερ ἔτρεχε ποταμηδὸν καθημερινῶς, ἔστειλε τὸν Ἱερομόναχον Θεωνᾶν μὲ ἕνα Ἱερέα ἀπὸ τὴν Δερβέκισταν, Πέτρον ὀνομαζόμενον, εἰς τὸν Ἀρχιερέα Ἄρτης Ἀκάκιον καὶ ἀνέφερον εἰς αὐτὸν περὶ τοῦ Ὁσίου καὶ διὰ τὴν συρροὴν τοῦ κόσμου· αὐτὸς δὲ τοὺς ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς, δώσας καὶ ἔγγραφον ἄδειαν εἰς τὸν Ὅσιον, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πνευματικῶν, ἀπέστειλε δὲ καὶ ὀλίγα μετρητὰ δι’ εὐλάβειαν, ἔγραψε δὲ προσέτι ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἔλθῃ καὶ ὁ ἴδιος εἰς συνάντησίν του διὰ νὰ λάβῃ τὰς εὐχάς του. Εἰς τοῦτον τὸν καιρὸν ἔφθασε καὶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ (μίαν δὲ καὶ μόνην Τεσσαρακοστὴν ἔκαμεν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος) κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκλείσθη εἰς τὸ κελλίον του καὶ δὲν ἐξήρχετο καθόλου οὔτε εἰς τὸ Μοναστήριον οὔτε ἀλλαχοῦ, ἀλλὰ μόνον κατὰ Σάββατον καὶ Κυριακὴν κατὰ τὴν συνήθειάν του. Ἐπεδόθη δὲ τότε εἰς μεγαλυτέραν ἄσκησιν καὶ σκληραγωγίαν καὶ ὅλας τὰς ἑβδομάδας τῆς Τεσσαρακοστῆς δὲν ἔτρωγεν, εἰμὴ μόνον τὸ Σαββατοκύριακον, ὅτε μετελάμβανε τῶν θείων Μυστηρίων καὶ μὲ τὴν τόσην ἐγκράτειαν, τὴν ὁποίαν ἔκαμνε, δὲν μετεβάλλετο τελείως ἡ ὄψις του, ἀλλὰ τὸν ἔβλεπον οἱ μαθηταὶ λαμπρὸν καὶ ἀγλαοειδῆ, ὅταν ἤρχετο νὰ μεταλάβῃ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.

Μίαν δὲ ἡμέραν εὑρὼν αὐτὸν ὁ Μαρκιανὸς κατὰ μόνας τοῦ λέγει· «Σὲ παρακαλῶ, Πάτερ, μὴ μοῦ κρύψῃς αὐτὸ ποὺ θὰ σὲ ἐρωτήσω». Καὶ ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε· «Τί εἶναι, τέκνον μου;». Τοῦ λέγει ὁ Μαρκιανός. «Καθ’ ὅλην τὴν ἑβδομάδα κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν τρώγεις, οὔτε πίνεις τίποτε, δὲν διψᾷς, οὔτε φαγητόν τι ὀρέγεσαι; πῶς δὲ ἡ ὄψις σου εἶναι ὅλη φωτοειδής, ὅταν ἔρχεσαι νὰ μεταλάβῃς καὶ λαμπρὰ ὡσὰν Ἀγγέλου Θεοῦ ἢ ὡς νὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν; διὰ τοῦτο θαυμάζω εἰς τὸ θαῦμα τὸ ὁποῖον βλέπω». Ὁ δὲ Ὅσιος εἶχε συνήθειαν νὰ μὴ κρύπτῃ τίποτε ἀπὸ τὸν Μαρκιανόν, ἀλλ’ ὅ,τι τὸν ἐρωτοῦσε τοῦ ἐφανέρωνε, διότι τὸν ἠγάπα κατὰ πολλά, ὁμοίως καὶ αὐτός· λοιπὸν τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος· «Τέκνον μου, ἡ ψυχή, ἡ ὁποία θὰ ἀξιωθῇ νὰ φωτισθῇ ὑπὸ τῆς θείας Χάριτος καὶ διανοιχθοῦν οἱ νοεροὶ αὐτῆς ὀφθαλμοί, δὲν ἀγαπᾷ πλέον κανὲν πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου οὔτε φαγητὸν, οὔτε ποτόν, οὔτε ἄλλο τι ἀπὸ τὰ γλυκὰ ταῦτα καὶ ἀπολαυστικά, ἀλλὰ γίνεται ἐλευθέρα ἀπ’ ὅλα·


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος ὁ Ἅγιος Νήφων ἑορτάζεται κατὰ τὴν ιαʹ (11ην) Αὐγούστου. Βλέπε τὸν Βίον αὐτοῦ εἰς τὸν τόμον Ηʹ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Ἔνθα νῦν ἡ τῶν Ἰβήρων καλουμένη Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

[3] Ἡ οὐγγία ἀντιστοιχεῖ πρὸς 25 περίπου γραμμάρια.

[4] Τὸ χωρίον Δερβέκιστα ἔχει μετονομασθῆ σήμερον εἰς Ἀνάληψιν. Τὸ δὲ Ἀπόκουρον ἦτο μία ἀπὸ τὰς δέκα ἐπαρχίας, εἰς τὰς ὁποίας εἶχε διαιρεθῆ ἡ Αἰτωλοακαρνανία ἐπὶ Καποδιστρίου (1831-1833). Ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἦτο τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἀρματολίκια εἰς τὰ ὁποῖα ἦτο διῃρημένη τότε ἡ σημερινὴ Τριχωνία.

[5] Περὶ τοῦ Ἀρχιερέως τούτου Ἄρτης Ἀκακίου βλέπε καὶ εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς σελίδος 70 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου.

[6] Βλέπε εἰς τὴν δʹ (4ιν) Ἀπριλίου (Τόμος Δʹ) τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅτε ὁ Ὅσιος οὗτος Θεωνᾶς ἑορτάζεται.