Τῇ Α’ (1ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ Θαυματουργῶν Ἀναργύρων ΚΟΣΜΑ καὶ ΔΑΜΙΑΝΟΥ.

Ἄνθρωπός τις Χριστιανὸς γέρων ἠσθένησε, βαρεῖαν ἀσθένειαν ἡ δὲ ἀσθένειά του ἦτο ὑδρωπικία, καὶ ἐπερίμενε τον θάνατον. Ἀκούων ὅμως τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, τὰ ὁποῖα ἐγίνοντο καθ᾽ ἑκάστην εἰς τὸν Ναόν των, παρεκάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὸν ἐπῆγαν ἐπὶ κραββάτου, ρίψαντες αὐτὸν ἔμπροσθεν τῆς Εἰκόνος τῶν Ἁγίων. Ἔμενε λοιπὸν ἐκεῖ κείμενος ἡμέρας πολλὰς καὶ καμμίαν ὠφέλειαν δὲν ἔβλεπε, διότι δοκιμάζοντες οἱ Ἅγιοι τὴν πίστιν του δὲν τὸν ἰάτρευον· αὐτὸς δὲ βλέπων, ὅτι οἱ μὲν ἄλλοι ἀσθενεῖς ἐρχόμενοι μετ᾽ αὐτὸν ἰατρεύοντο, αὐτὸς δὲ τόσας ἡμέρας δὲν ἰατρεύετο, ἀντὶ νὰ ἔχῃ ὑπομονὴν καὶ νὰ δέεται περισσότερον τῶν Ἁγίων, ἐκεῖνος ἐβλασφήμει κατὰ τῶν Ἁγίων, ὅτι τὸν παραβλέπουσι καὶ δὲν τὸν ἰατρεύουν σύντομα, ἀπὸ δὲ τὴν ἀπιστίαν του ἡμέραν τινὰ ἐμήνυσεν εἰς τοὺς συγγενεῖς του νὰ ὑπάγουν νὰ τὸν πάρουν, ἵνα ἀποθάνῃ τουλάχιστον εἰς τὸν οἶκόν του. Ἐπῆγαν λοιπὸν καὶ τὸν ἐπῆραν πάλιν ἐπὶ κραββάτου. Πορευόμενος δὲ εἰς τὴν ὁδόν, ἐπειδὴ αὕτη ἦτο μακρὰν τῆς χώρας, τὸν ἔβαλαν εἰς μέρος εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν δένδρα καὶ ὕδωρ, νὰ ἀναπαυθῶσιν ὀλίγον. Ἐκεῖ λοιπὸν καθεζόμενοι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ἐκοιμήθησαν ἀπὸ τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ, ὁ δὲ ἀσθενὴς ἀπὸ τὸν πόνον τῆς ἀσθενείας μὴ δυνάμενος νὰ κοιμηθῇ ἔκειτο ἔξυπνος.

Φαίνονται λοιπὸν τότε οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανὸς πρὸς τὸν ἀσθενῆ εἰς σχῆμα ἀνθρώπων διαβατῶν, καὶ τοῦ λέγουν «Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, καὶ εἶσαι ἀσθενής, καὶ ποῦ ὑπάγεις;». Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος· «Τὴν μὲν ἀσθένειάν μου βλέπετε, διότι εἶναι φανερά, ὑπάγω δὲ εἰς τὸν οἶκόν μου νὰ ἀποθάνω πλησίον τῶν τέκνων μου». Τοῦ λέγουσιν οἱ Ἅγιοι· «Καὶ διατί δὲν ἐπῆγες εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ὅστις εἶναι ἐδῶ πλησίον, νὰ ἰατρευθῇς; δὲν ἀκούεις πῶς ἔρχονται ἀπὸ πέντε καὶ δέκα ἡμερῶν δρόμον οἱ ἀσθενεῖς καὶ ἰατρεύονται;». Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος· «Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ καὶ τώρα ἀπ’ ἐκεῖ ἔρχομαι, ἀλλὰ δὲν εἶδα καμμίαν βοήθειαν εἰς τὸν ἑαυτόν μου· ὡς ἐκ τούτου ἐβεβαιώθην, ὅτι εἶχον εἴπει οἱ ἄνθρωποι ψεύματα, ὅτι εἶναι θαυματουργοὶ οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, καὶ ἀπόδειξις ὅτι ἐμὲ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ μὲ ἰατρεύσουν». Λέγουσιν οἱ Ἅγιοι· «Μὴ βλασφημῇς, ὦ ἄνθρωπε, εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν χάριν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, μόνον ἄκουσόν μας ἐπίστρεψε πάλιν ἐκεῖ ὅπου ἔκεισο καὶ θέλεις ἴδει τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ». Ἀπεκρίθη ὁ ἀσθενής· «Καὶ τίς νὰ μὲ γυρίσῃ πάλιν ὄπισθεν, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι οὗτοι ἠγανάκτησαν, ὅσον νὰ μὲ φέρουν ἐδῶ;». Οἱ Ἅγιοι τοῦ λέγουν· «Αὐτοὺς μὲν ἄφησέ τους νὰ ἀναπαύωνται, ἡμεῖς δὲ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ θὰ σὲ βαστάσωμεν νὰ σὲ ὑπάγωμεν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐπειδὴ τρεῖς εἶναι αἱ συζυγίαι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων πρέπει οἱ ζωγράφοι οἱ ζωγραφίζοντες τὰς ἁγίας αὐτῶν Εἰκόνας, πρὸς ἀποφυγὴν συγχύσεως, νὰ γράφωσι κάτωθι τοῦ ὀνόματος αὐτῶν τὴν πατρίδα τῶν εἰκονιζομένων, ἤτοι: οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, ἢ οἱ Ρωμαῖοι ἢ οἱ ἐκ τῆς Ἀραβίας. Πρέπει ἐπίσης νὰ τοὺς ζωγραφίζωσι μὲ τὰς ἐθνικὰς ἑκάστης συζυγίας ἐνδυμασίας πρὸς διάκρισιν.

[2] Βλέπε εἰς τὴν αʹ (1ην) Ἰουλίου (Τόμος Ζʹ) τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Βλέπε εἰς τὴν ιζʹ (17ην) Ὀκτωβρίου (Τόμος Ιʹ) τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».