Διότι πολλοὶ ἄνθρωποι ἀφήνουν τὰ πνευματικὰ ᾄσματα καὶ πηγαίνουν μόνοι των, χωρὶς νὰ τοὺς προσκαλέσῃ τις, διὰ νὰ ἀκούσουν τὰς σατανικὰς μελῳδίας ἔχοντες δὲ τοὺς γλυκυτάτους ψαλμοὺς τοῦ Δαβὶδ καὶ τὰ θεόπνευστα λόγια τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν μελῳδῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφήνουν ταῦτα τὰ πνευματικὰ βοηθήματα καὶ τρέχουν εἰς τὰ ὄργανα καὶ τὰ ᾄσματα διὰ νὰ κάμουν τὸ θέλημα τοῦ πονηροῦ διαβόλου».
Λέγων δὲ ταῦτα ὁ Ἅγιος βλέπει μίαν γυναῖκα ἐστολισμένην μὲ πολλὰ στολίδια καὶ ἀλειμμένην μὲ μύρα καὶ ἀρώματα, ἡ ὁποία ἵστατο εἰς τὴν ὁδὸν μὲ μεγάλην ἀδιαντροπίαν καὶ ἐγελοῦσε, μὲ νεύματα δὲ τὰ ὁποῖα ἔκαμνε προσεκάλει τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν ἀσέλγειαν καὶ περιχυθεὶς ὅλος ἀπὸ δάκρυα, εἶπεν εἰς τοὺς παρεστῶτας· «Ἐὰν αὐτὴ ἡ πόρνη στολίζεται ὡς νύμφη, διὰ νὰ παραπλανήσῃ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς σύρῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν καὶ διὰ νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν διάβολον, πόσῳ μάλιστα πρέπει νὰ καλλωπίζωμεν ἡμεῖς τὰς ψυχάς μας μὲ τὰς ἀρετάς, νὰ φυλάττωμεν τὸν ἑαυτόν μας ἀμόλυντον ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν καὶ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν Νυμφίον μας Ἰησοῦν Χριστόν, ἵνα οὕτω ἀξιωθῶμεν νὰ ὑπάγωμεν εἰς τοὺς ἀμαραντίνους νυμφῶνας του καὶ νὰ συμβασιλεύσωμεν ὁμοῦ μὲ αὐτὸν αἰωνίως;». Ταῦτα τὰ θεῖα λόγια ἀκούσασα ἡ γυνὴ ἐκείνη καὶ ἄλλα παρόμοια ἦλθεν εἰς κατάνυξιν καὶ δραμοῦσα προσέπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου καὶ κλαίουσα μετὰ θερμῶν δακρύων εἶπεν· «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, μὴ μὲ ἀποστραφῇς τὴν παναθλίαν καὶ ταλαίπωρον καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς εἰς τὸν βόρβορον τῶν ἀνομιῶν μου, ἀλλὰ παρακαλῶ σε, ἐγὼ ἡ ἀναξία καὶ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ καὶ εἶμαι καταφορτωμένη ἀπὸ ἄπειρον πλῆθος ἁμαρτιῶν καὶ ὑπόδικος τῆς αἰωνίου κολάσεως καὶ ὅλων τῶν πικρῶν ἐκείνων καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων τοῦ ᾅδου, λυπήσου με τὴν ἁμαρτωλὴν καὶ ἀπηλπισμένην καὶ σῶσόν με».
Καθὼς λοιπὸν ἤκουσε ταῦτα ὁ Ἅγιος ἔκλαυσε καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ παρόντες καὶ ἐγείρων αὐτὴν ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς, εἶπε πρὸς αὐτήν· «Ἔχε θάρρος, γύναι, καὶ μὴ ἀπελπίζεσαι· διότι τὸ ἔλεος τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καὶ θέλω τὸν παρακαλέσει θερμῶς καὶ ἐγὼ διὰ τὴν σωτηρίαν σου· μόνον σὺ νὰ μετανοήσῃς ἐξ ὅλης σου τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας καὶ σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θέλει σὲ δεχθῇ ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεὸς ὡς τὸν ἄσωτον υἱὸν καὶ θέλει σοῦ ἰατρεύσει ὅλας τὰς πληγὰς τῆς ψυχῆς, ὡς ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν».