Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΤΙΝΟΥ τοῦ θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Φραγκίας.

Ἄλλοτε πάλιν διερχόμενος ὁ Ἅγιος μέσα ἀπὸ τὴν πολιτείαν, εὗρεν εἰς ἓν μέρος νέον τινὰ ἀπηγχονισμένον καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἐκεῖ παρεστῶτας· «Τοῦτο τὸ κακὸν ἐκ συνεργείας τοῦ διαβόλου ἔγινε». Καὶ σταθεὶς κατὰ ἀνατολάς, ἔκαμε προσευχὴν εἰς τὸν Θεὸν ὥραν ἱκανήν· ἔπειτα εἶπε· «Τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ πονηρόν, τὸ ὁποῖον ἐπαρακίνησε τὸν νέον τοῦτον νὰ κρεμασθῇ εἰς τὴν ἀγχόνην, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ φανερώσου ἔμπροσθεν πάντων, διὰ νὰ σὲ ἴδωμεν». Παρευθὺς λοιπὸν μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἐφάνη τὸ δαιμόνιον ὡς ἀραπόπουλον, κρατοῦν εἰς τὰς χεῖράς του σχοινίον, οἱ δὲ ὀφθαλμοί του ἦσαν ὡς πῦρ, τὰ χείλη του μαῦρα, οἱ ὀδόντες του λευκοί, αἱ χεῖρές του μακραί, οἱ πόδες του ἀσύστροφοι καὶ ἡ γλῶσσα του κρεμασμένη ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα του, ὡς τοῦ λυσσασμένου κυνός. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος· «Πνεῦμα ἀκάθαρτον καὶ πονηρόν, ποία εἷναι ἡ ἐργασία σου;». Ἐκεῖνο δὲ ἀπεκρίθη· «Ἡ ἐργασία μου εἶναι νὰ παρακινῶ τοὺς ἀνθρώπους εἰς αὐτοκτονίαν, διότι εἰς τοῦτο μὲ διώρισεν ὁ ἀρχηγός μου ὁ σατανᾶς». Λέγει ὁ Ἅγιος· «Καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν παρεκίνησες τοῦτον τὸν νέον νὰ κρεμασθῇ;».

Τότε τὸ δαιμόνιον ἤρχισε νὰ κατηγορῇ τὸν αὐτόχειρα, λέγον· «Οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἦτο πρωτύτερα εἰδωλολάτρης, καὶ ὕστερον ἔγινε Χριστιανός, ὅμως δὲν ἐπολιτεύετο κατὰ τὰς ἐντολάς, τὰς ὁποίας παρέλαβεν, ἀλλ’ ἔκαμνε τὰ κακά του θελήματα, καὶ δὲν ἐστοχάζετο παντελῶς τὴν αἰωνίαν κόλασιν, ἐδόθη δὲ ὅλως διόλου εἰς τὰς κακίας, βάλλων θεληματικῶς τὸν τράχηλόν του ὑποκάτω εἰς τὸν ζυγὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ πληγωθεὶς ὅλος ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του· ὅθεν εὗρον καὶ ἐγὼ εὐκαιρίαν καὶ τὸν παρεκίνησα νὰ κρεμασθῇ, διὰ νὰ τὸν ἔχω μαζί μου εἰς τὴν κόλασιν· διότι τοῦτο εἶναι ὁ μεγάλος ἀγὼν ὁ ἰδικός μας». Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπεν εἰς τὸν δαίμονα· «Δόλιε καὶ φονεῦ, σὺ εἶσαι ἐχθρὸς καὶ κατήγορος καὶ σὺ παρεκίνησες τοῦτον τὸν δυστυχῆ νὰ παραδοθῇ εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ τὸν κατέστησες εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, τώρα δὲ τὸν κατηγορεῖς, ὅτι αὐτὸς ἔγινεν αἴτιος εἰς τὸ νὰ κρεμασθῇ καὶ ὄχι σύ; διὰ τοῦτο σὲ προστάζει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δι’ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ, νὰ ὑπάγῃς νὰ κατοικήσῃς εἰς τὰ ἄκρα τῆς οἰκουμένης ἕως ὅτου νὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου καὶ νὰ καταβῇς ὁμοῦ μὲ τοὺς συντρόφους σου εἰς τὸν ᾍδην, ὅστις εἶναι ἡτοιμασμένος διὰ σᾶς» καὶ παρευθὺς ὁ δαίμων ἔγινεν ἄφαντος.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ πόλις αὕτη εἶναι ἡ σημερινὴ πόλις Tours τῆς Γαλλίας. Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ταύτης ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος ἤσκησε μεγάλην ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας, ὅπως ἐλέγετο τότε ἡ Γαλλία. Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμην του τὴν 11ην Νοεμβρίου.

[2] Ἡ δεκάτη τοῦ Νοεμβρίου, ὡς ἡμερομηνία τελειώσεως τοῦ Ἁγίου, φέρεται ἐν τῷ «Νέῳ Ἐκλογίῳ» ἐξ οὗ καὶ παρελήφθη ἡ παροῦσα Βιογραφία, ἡ μνήμη ὅμως αὐτοῦ ἔν τε τοῖς παλαιοτέροις Συναξαρισταῖς καὶ τοῖς Μηναίοις ἀναγράφεται κατὰ τὴν δωδεκάτην, διὸ ἐν ταύτῃ κατεχωρίσθη καὶ ὑφ’ ἡμῶν.