Εἰς ταῦτα ὁ εὐλογημένος Μαρτῖνος ἀπεκρίθη· «Τοῦτο ἐγὼ ἔχω μεγαλύτερον ἀπὸ κάθε ἀξίαν καὶ τιμήν, τὸ νὰ μοῦ δώσετε τὴν ἄδειαν νὰ ἡσυχάσω καὶ νὰ φροντίσω διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου». Οἱ δὲ βασιλεῖς, θαυμάσαντες τὸν ἀξιέπαινον καὶ θεάρεστον σκοπόν του, τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδειαν νὰ κάμῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπόθει, παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ τὸν ἔχουν προστάτην καὶ βοηθὸν ἐκ καιρῷ θλίψεως.
Διεμοίρασε λοιπὸν ὁ ἀοίδιμος Μαρτῖνος εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, καὶ ἀπαρνησάμενος τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν κόσμῳ ἐπῆγεν εἰς τόπον ἥσυχον καὶ ἔγινε Μοναχός, ἐδόθη δὲ ὅλως διόλου εἰς τὴν μελέτην τῶν Θείων Γραφῶν καὶ εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀσκήσεως, κατορθώνων εἰς ἄκρον ὅλας τὰς ἀρετάς. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ ἑπτὰ ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα ἐγυμνάσθη ὁ ἱερὸς Μαρτῖνος εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, κατὰ ἀποκάλυψιν Θεοῦ ἐχειροτονήθη καὶ μὴ θέλων Ἐπίσκοπος Κωνσταντίνης [1], πόλεως τῆς Γαλλίας. Λαβὼν λοιπὸν τὸ μέγα φορτίον τῆς Ἐπισκοπῆς ὁ Ἅγιος, ἐδόθη εἰς περισσοτέρους ἀγῶνας, ποιμαίνων ὡς ἀληθινὸς ποιμὴν τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ εἰς νομὰς σωτηρίους τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ καὶ ποτίζων αὐτὰ καθ’ ἑκάστην μὲ τὰ νάματα τῆς ἐνθέου διδασκαλίας του καὶ διὰ τῶν ἐναρέτων του πράξεων γενόμενος τύπος εἰς ὅλους καὶ καλὸν παράδειγμα. Διὰ τὴν ἔνθεον δὲ ταύτην πολιτείαν του ἔλαβε παρὰ Θεοῦ τὴν χάριν νὰ προγνωρίζῃ τὰ μέλλοντα, νὰ ἀνασταίνῃ νεκρούς, νὰ διώκῃ τοὺς δαίμονας καὶ νὰ κάμνῃ σημεῖα καὶ τέρατα ἀξιοθαύμαστα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχομεν νὰ διηγηθῶμεν ὀλίγα, εἰς πίστωσιν τῶν πολλῶν.
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν, περιπατῶν ὁ Ἅγιος, συνήντησε νεκρόν τινα, τὸν ὁποῖον ἐπήγαιναν μὲ τὸ νεκροκράββατον εἰς τὸν τάφον καὶ ἕνας συκοφάντης, ἄδικος ἄνθρωπος, δὲν ἄφηνε νὰ τὸν θάψουν, λέγων ὅτι τοῦ ἐχρεωστοῦσε τριακόσια φλωρία. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐστάθη εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, καὶ λέγει εἰς τὸν συκοφάντην· «Διατί δὲν ἀφήνεις νὰ θάψουν τὸν νεκρόν, ὅστις, ὡς ἀκούω, σοῦ ἔδωκε μὲ τὸν τόκον των τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα σοῦ ἐχρεωστοῦσεν;». Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη· «Δὲν μοῦ ἔδωκε τίποτε· διότι ἐὰν ἤθελε μοῦ δώσει τὸ χρέος του, ἤθελε λάβει τὴν ὁμολογίαν του». Ἡ δὲ σύζυγος τοῦ νεκροῦ ἔλεγε μετὰ δακρύων· «Ψεύδεται, Δέσποτά μου· τὰ χρήματά του τὰ ἔλαβε μὲ τὸ διάφορόν των, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε σκοπὸν νὰ μᾶς συκοφαντήσῃ, δὲν ἠθέλησε νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ὁμολογίαν, λέγων ὅτι ἐχάθη». Καὶ ὁ Ἅγιος τοῦ λέγει· «Ἰδοὺ ὅτι ἔλαβες τὰ χρήματά σου, ἄφες νὰ θάψουν τὸν νεκρόν».